-
1 ὀέα
-
2 οἴεος
-
3 ὄϊος
------------------------------------A of a sheep, γάλα ὄ. ewe-milk, Hp.Vict.2.41 ;ὄϊον ἔριον Polem.Hist.88
; οἰὸς οἰότερον more sheepish than a sheep, Sophr. 122 (v. dub.). (In Hp. and Polem.Hist.ll.cc. ὄειος (like βόειος) shd. be read ; cf. ὀέα.) -
4 ὄϊς
ὄϊςGrammatical information: m. f.Meaning: `sheep' (Il.)Other forms: gen. -ὄϊος, plur. ὄϊες etc. (Hom.); οἶς (Att.), οἰός (also Hom.), οἶες; ὄϜις (Arg.); details on the inflexion Schwyzer 573 η, Chantraine Gramm. hom. 1, 219 w. lit.; in prose ousted by πρόβατον.Compounds: Rare compp. and abl.: οἰο-πόλος `herding sheep' (h. Merc., Pi.), - νόμος `id.' (Delph. IVa, AP, APl.). Dimin. ὀΐδιον (Theognost.); οἴεος `emanating from sheep' (Hdt., Cos), ὀέα μηλωτή; οἰίας (dial. for - έας) τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα H.; also οἶαι διφθέραι, μηλωταί; ὄα μηλωτή H. With lengthened grade(?) ᾤα f. `fleece of sheep' (com., Att. inscr. IVa, Poll., H.).Origin: IE [Indo-European] [784] *h₃eu̯i- `sheep'.Etymology: On οἰσπώτη and οἰσύπη s. vv. Old name of the sheep, to be found in nearly all IE languages, e. g. Skt. ávi-, Luw. ḫawi-, Lat. ovis, Germ., e.g. Goth. awi-str `sheep fold', Lith. avìs, IE *h₃éu̯i-s m. f.; further forms w. very rich lit. in the relative dict., e.g. WP. 1, 167, Pok. 784, W.-Hofmann s. ovis. Acc. ὄϊν = Skt. ávim, gen. ὄϊος = Skt. ávyaḥ. Also οἴεος agrees, prob. only as parallel innovation, with Skt. ávy-aya-(usu. -áya-). -- Besides with transition in the a-decl. Hier.- Hitt. hawa-s; Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 91, Vorgeschichte und Indogermanistik (Symposion 1959) 121.Page in Frisk: 2,367-368Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄϊς
См. также в других словарях:
οέα — ὀέα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μηλωτή»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. έα (πρβλ. κυν εα, ταυρ έα)] … Dictionary of Greek
Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek