Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰός

См. также в других словарях:

  • όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …   Dictionary of Greek

  • οἶος — alone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷος — such as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • οἰός — ὄις sheep masc/fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄιος — ὄις sheep masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. — οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. См. Трех слов связать не может …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἵω — οἷος such as masc/neut nom/voc/acc dual οἷος such as masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵων — οἷος such as fem gen pl οἷος such as masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶον — οἶος alone masc acc sg οἶος alone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»