-
1 Τυροί
-
2 Τυροῖ
-
3 τυροί
-
4 τυροῖ
-
5 Τύροι
Τύροςfem nom /voc pl -
6 τυροί
τῡροί, τυρόςcheese: masc nom /voc pl -
7 κυκλιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιάς
-
8 οἴεος
См. также в других словарях:
Τυροῖ — Τυρώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροῖ — τυρέω pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροί — τῡροί , τυρός cheese masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύροι — Τύρος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζέμιλκος — (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Τύρου. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά τη νίκη του στην Ισσό (333 π.Χ.), προχώρησε έως τη Φοινίκη και έφτασε στα τείχη της Τύρου, ζήτησε από τους Τυρίους να μπει στην πόλη για να θυσιάσει στον Ηρακλή, που είχε… … Dictionary of Greek