Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἰνδῶν

См. также в других словарях:

  • Ἰνδῶν — Ἰνδή fallacy fem gen pl Ἰνδός fallacy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλασική γλώσσα τών αρχαίων Ινδών 2. το θηλ. ως ουσ. η Σανσκριτική γλωσσ. η κλασική ινδική γλώσσα, φιλολογικά επεξεργασμένη, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική, λόγω τού ότι σ αυτήν είναι γραμμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Μαχάτμα Μοχαντάς Κάραμτσαντ — (Mohandas Karamchand Gandhi, Πορμπαντάρ 1869 – Νέο Δελχί 1948). Ινδός πολιτικός. Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου… …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

  • Христианство в Абиссинии — В Аксумском царстве X. появляется уже в IV в., хотя цари долго оставались язычниками. В торговое государство давно стекались и жители Южной Аравии, и греки, давно появились здесь и еврейские (см. Фалаша), и христианские общины; каждая из них… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TAPROBANE — ZEILAN, teste Fo. Barriô cum Varrerio, insul. magna maris Indici intra Gengem contra Cory promontor. (non Sumatra, ut Mercator ait, longe in ortum distans, cum Ptol. illam apud Cory promontor. Indiae citerioris describat) cuius ambitus 2000. mill …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παντσατάντρα — Λέγεται και Παντσαράτρα. Παλαιότατη ινδική συλλογή διδακτικών διηγήσεων, που την αποτελούσαν αρχικά 11 13 βιβλία και η οποία σώθηκε σε παραλλαγή. Η Π. περιέχει 70 μύθους, κυρίως σε πεζό, με ήρωες δύο τσακάλια, τον Καρατάκα και τον Νταμανάκα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»