Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἰθάκη

См. также в других словарях:

  • Ἰθάκη — to Ithaca fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰθάκῃ — Ἰθάκη to Ithaca fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… …   Dictionary of Greek

  • Ιθάκη — Sp Itãkė Ap Ιθάκη/Ithaki L s. ir g tė Jonijos ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ιθάκη — η ένα από τα Επτάνησα, το Θιάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαβίλης, Λορέντζος — (Ιθάκη 1860 – Δρίσκος Ηπείρου 1912). Ποιητής. Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης) από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε έντεκα χρόνια (1879 90) …   Dictionary of Greek

  • Ἰθάκηι — Ἰθάκῃ , Ἰθάκη to Ithaca fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Βρετός-Παπαδόπουλος, Ανδρέας — (Ιθάκη 1800 – Αθήνα 1876). Λόγιος. Καταγόταν από τη Λευκάδα και σπούδασε στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανέλαβε βιβλιοθηκάριος στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας μέχρι το 1829. Το 1831 εξέδωσε στο Ναύπλιο τη συντηρητικών αρχών… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάτης, Νικόλαος — (Ιθάκη 1792; – Ερμιονίδα 1819). Φιλικός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816 στην Οδησσό από τον Σκουφά, ο οποίος επηρεάστηκε από τα προσόντα και τον ενθουσιασμό του. Κράμα ικανοτήτων και τυχοδιωκτισμού («νέος πνευματώδης, αλλ’ άσωτος και… …   Dictionary of Greek

  • Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»