-
1 Ιθακησιος
-
2 Ιθακήσιος
-
3 Ἰθακήσιος
-
4 Ιθακησία
Ἰθακησίᾱ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem nom /voc /acc dualἸθακησίᾱ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰθακησίᾱͅ, Ἰθακήσιοςto Ithaca: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 Ιθακησίων
-
6 Ἰθακησίων
-
7 Ιθακήσιον
-
8 Ἰθακήσιον
-
9 Ιθακησίαν
-
10 Ἰθακησίαν
-
11 Ιθακησίοις
-
12 Ἰθακησίοις
-
13 Ιθακησίου
-
14 Ἰθακησίου
-
15 Ιθακησίους
-
16 Ἰθακησίους
-
17 Ιθακησίω
-
18 Ἰθακησίῳ
-
19 Ιθακήσιε
-
20 Ἰθακήσιε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰθακήσιος — to Ithaca masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
Ιθακήσιος — ο θηλ. ια ο κάτοικος της Ιθάκης ή ο καταγόμενος από αυτή, Θιακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰθακησίων — Ἰθακήσιος to Ithaca fem gen pl Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακήσιον — Ἰθακήσιος to Ithaca masc acc sg Ἰθακήσιος to Ithaca neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίοις — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίου — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίους — Ἰθακήσιος to Ithaca masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίῳ — Ἰθακήσιος to Ithaca masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακήσιε — Ἰθακήσιος to Ithaca masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακήσιοι — Ἰθακήσιος to Ithaca masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)