-
1 Ιθάκα
-
2 Ἰθάκᾳ
-
3 Ιθακα
-
4 Ιθακη
дор. Ἰθάκα (ῐθᾰ) ἥ Итака (остров в Ионическом море, между побережьем Акарнании и Кефалленией, с главным городом того же имени, родина и владение Одиссея; эпитеты у Hom.: ἀμφίαλος «обтекаемая морем», εὐδείελος «далеко видная», κραναή «каменистая», τρηχεῖα «скалистая, неровная», παιπαλόεσσα «утесистая, обрывистая»)Ἰ. ὑπονήϊος Hom. — (город) Итака, лежащий у подошвы горы Νήϊον
См. также в других словарях:
Ἰθάκᾳ — Ἰθάκαι , Ἰθάκη to Ithaca fem nom/voc pl Ἰθάκᾱͅ , Ἰθάκη to Ithaca fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ντεμπέι, Πέτερ Γιόζεφ Βίλχελμ — (Peter Joseph Wilhelm Debye, Μάαστριχτ 1884 – Ιθάκα, Νέα Υόρκη 1966). Ολλανδός χημικός και φυσικός. Καθηγητής της φυσικής στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, Ουτρέχτης, Γκέτινγκεν και Λειψίας, διηύθυνε από το 1935 το Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής… … Dictionary of Greek