-
1 Ιθακη
дор. Ἰθάκα (ῐθᾰ) ἥ Итака (остров в Ионическом море, между побережьем Акарнании и Кефалленией, с главным городом того же имени, родина и владение Одиссея; эпитеты у Hom.: ἀμφίαλος «обтекаемая морем», εὐδείελος «далеко видная», κραναή «каменистая», τρηχεῖα «скалистая, неровная», παιπαλόεσσα «утесистая, обрывистая»)Ἰ. ὑπονήϊος Hom. — (город) Итака, лежащий у подошвы горы Νήϊον
-
2 Ιθάκη
η о-в Итака (Ионические о-ва);тж. Θιάκι -
3 Ιθακα
-
4 αιγιβοτος
-
5 αμφιαλος
2[ἅλς I]1) окруженный морем(Ἰθάκη Hom.; Λήμνου πέδον Soph.)
2) омываемый двумя морями, т.е. находящийся на перешейке (sc. ὁδός Xen.)ἀμφίαλοι Ποτειδᾶνος τεθμοί Pind. = Ἴσθμια
-
6 βασιλευω
1) быть царем или царицей, царствовать, царить, править(Ἰθάκη, Πύλου, κατὰ δῆμον, Ἀχαιῶν, τισί и ἔν τισι Hom.; ἐν Πέρσαις Xen.; πόλις βασιλευομένη Arst., Plut.; βασιλεύεσθαι ὑπὸ νόμου Lys.)
3) жить по-царски Plut., NT.4) безраздельно властвовать(τῷ χρυσῷ Theocr.)
5) pass. быть сторонником царской партии Plut. -
7 εδος
- εος τό [ἕζω]1) седалище, стул(πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Hom.)
2) сидение, т.е. бездействиеοὐχ ἕ. ἐοτί Hom. — не время сидеть (без дела)
3) основание, устой(Γαῖα, πάντων ἕ. ἀσφαλές Hes.)
4) местопребывание, жилище(θεῶν Hom., Hes. - ср. 6)
5) земля, край ( в описаниях)Θήβης ἕ. Hom. = Θήβη;
Ἰθάκης ἕ. Hom. = Ἰθάκη;Ἀσίας ἕ. Aesch. = Ἀσία;ἕ. Ἀργείων Eur. = τὸ Ἄργος6) храм(δαιμόνων ἕδη Soph.; θεῶν ἕδη Isocr., Plat. - ср. 4)
7) статуя, изображение(τό ἕ. κατακεκαλυμμένον τῆς Ἀθηνᾶς Xen.; Φειδίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕ. ἐργασάμενος Isocr.)
-
8 κουροτροφος
2вскармливающий (доблестную) молодежь, взращивающий (воинственных) юношей(Ἰθάκη Hom.; Ἑλλάς Eur.; ἥ Γῆ Arph.; Ἄρτεμις Diod.)
τιθήνη καὴ κ. (ἥ Ῥουμίνα) Plut. — Румина, кормящая и воспитывающая младенцев -
9 κραναος
-
10 παιπαλοεις
(Ἰθάκη, ὄρος, σκοπιή, ὁδός Hom.; Κύνθος HH.; βῆσσαι Hes.)
-
11 πελαζω
(fut. πελάσω - атт. πελῶ, aor. ἐπέλᾰσα - эп. ἐπέλασσα и πέλασσα; pass.: aor. 1 ἐπελάσθην, эп. aor. 2 ἐπελάσθην и ἐπλάθην с ᾱ, pf. πέπλημαι - дор. πέπλᾱμαι; aor. 1 med. ἐπελασάμην, эп. aor. 2 ἐπλήμην и πλήμην)1) приближаться, подходить(νήεσσι Hom. и νεῶν Soph.; πολεμίοισι Her.; πρὸς τοῖχον Hes.; ἐς τούσδε τόπους Soph.; δῶμα Eur.; ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὴ πελάζει погов. Plat.)
πελάσας ἐς τὸν ἀριθμὸν τούτων τῶν ἡμερέων Her. — по истечении (досл. подойдя к числу) этих дней;π. ὅμματος и ἐς ὄψιν (sc. τινός) Eur. — подходить к кому-л.2) эп. тж. med. приближать, приводить, подводить(τινὰ Ἰθάκῃ, νέας Κρήτῃ Hom.)
θαλάσσῃ στῆθος π. Hom. — лечь грудью на море, т.е. поплыть;νευρέν μαζῷ π. Hom. — оттянуть тетиву к груди;π. τινὰ χθονί Hom. — повалить кого-л. на землю;ἐξοπίσω πλῆτο χθονί Hom. — (раненый Гектор) навзничь упал на землю;π. τινὰ δεσμοῖς Aesch. — бросить кого-л. в темницу (досл. в оковы);π. τινὰ ὀδύνῃσι Hom. — повергать кого-л. в скорбь;ἔπος ἀδάμαντι π. Her. — уподоблять слово алмазу, т.е. делать его непреложным;ἀσπίδες ἔπληντ΄ ἀλλήλῃσι Hom. — щиты столкнулись друг с другом;πελασθῆναι ἐπί τινα и τινος Soph. — приблизиться к кому-л. -
12 τραχυς
1) шероховатый, шершавый(λίθος Hom.; σῶμα Xen.)
2) колючий, острый(ἄκανθαι Plut.)
3) жесткий(χαλινός Xen.)
4) обрывистый(ἀκτή Hom.)
5) скалистый, каменистый, неровный(Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.)
6) косматый, обросший шерстью(Πάν Plat.)
7) грубый, низкий(φωνή Plat.)
τῇ φωνῇ τ. Xen. — с грубым голосом8) жестокий(ὑσμίνη Hes.)
9) мучительный, тяжелый(νοσήματα Plat.)
10) бурливый, бурный(ποταμός Xen.)
11) душный, удушливый(ἀήρ Plut.)
12) суровый, строгий(δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.)
13) неистовый, необузданный(ὀργή Eur.)
14) бедственный, тяжелый15) неотделанный, неуклюжий(στίχος Plut.)
-
13 υπονηιος
-
14 χθαμαλος
-
15 Θιάκι
το см. Ιθάκη
См. также в других словарях:
Ἰθάκη — to Ithaca fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθάκῃ — Ἰθάκη to Ithaca fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… … Dictionary of Greek
Ιθάκη — Sp Itãkė Ap Ιθάκη/Ithaki L s. ir g tė Jonijos ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ιθάκη — η ένα από τα Επτάνησα, το Θιάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαβίλης, Λορέντζος — (Ιθάκη 1860 – Δρίσκος Ηπείρου 1912). Ποιητής. Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης) από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε έντεκα χρόνια (1879 90) … Dictionary of Greek
Ἰθάκηι — Ἰθάκῃ , Ἰθάκη to Ithaca fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… … Dictionary of Greek
Βρετός-Παπαδόπουλος, Ανδρέας — (Ιθάκη 1800 – Αθήνα 1876). Λόγιος. Καταγόταν από τη Λευκάδα και σπούδασε στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανέλαβε βιβλιοθηκάριος στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας μέχρι το 1829. Το 1831 εξέδωσε στο Ναύπλιο τη συντηρητικών αρχών… … Dictionary of Greek
Γαλάτης, Νικόλαος — (Ιθάκη 1792; – Ερμιονίδα 1819). Φιλικός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816 στην Οδησσό από τον Σκουφά, ο οποίος επηρεάστηκε από τα προσόντα και τον ενθουσιασμό του. Κράμα ικανοτήτων και τυχοδιωκτισμού («νέος πνευματώδης, αλλ’ άσωτος και… … Dictionary of Greek
Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… … Dictionary of Greek