-
1 ένας
ἔνᾱς, νάωflow: imperf ind act 2nd sg——————ἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc plἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem gen sg (doric aeolic) -
2 ενάς
-
3 ἑνάς
-
4 ἑνάς
-
5 ενας
-
6 ἑνάς
A = μονάς, unit, Pl.Phlb. 15a: pl., of an order of existences, Dam.Pr.40,99, al.; οἱ νόες πλείους τῶν θείων ἑ. Procl.Inst. 62, cf. 6. -
7 ἔνας
-
8 ἑνάς
ἑνάς, άδος, ἡ, die Eins, Einheit -
9 ένας
μιά(μία), ένα 1. αριθ. один (одна, одно);§ ένας κι' ένας — один к одному, как один, как на подбор;
ένας - ένας один за другим, по одному;
ένας καί μοναδικός — один-единственный;
όλοι μέχρις ενός все до одного;με μιά λέξη одним словом; με μιά φωνή в один голос; *ίνα από τα δυό одно из двух; μιά γιά πάντα или μιά και καλή раз навсегда; έφυγε μιά και καλή он ушёл навсегда; ένα προς ένα пр порядку; διά (или γιά) μιάς или με μιάς сразу; вдруг, внезапно; одним духом, залпом (разг); ένας δεν..., *ίνας να μη... ни один... ни другой...; ένας δεν βρίσκεται να πεί καλό γι' αυτόν, ένας να μη μείνει πίσω никто не может о нём сказать ничего хорошего; μιά... μιά... то... то...; μιά θα πάς μιά δεν θα πας то ты пойдёшь, то ты не пойдёшь; μιά... και μιά... сначала..., затем...; μιά καί... раз..., если...; μιά και πας εσύ στο μουσείο... раз ты идёшь в музей; μιά κι' είναι έτσι, τότε... раз так, то...; είναι μία περασμένη уже второй час; κτύπησε μία пробил час; είναι -
10 ἔνας
Βλ. λ. ένας -
11 ένας
ἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc plἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem gen sg (doric aeolic) -
12 ἕνας
ἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc plἕνᾱς, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem gen sg (doric aeolic) -
13 ένας
un -
14 ένας
1) jakiś zaim.2) jeden przym.3) jedno zaim.4) jedyny przym.5) niejaki przym. -
15 ένας
1) jakýsi2) jeden3) jednička4) jednotný5) kterýsi6) nějaký -
16 ένας
1) an2) oneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ένας
-
17 Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη
– Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση• Одна ласточка весны не делаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη
-
18 Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά
– Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος• Доброе слово человеку – что дождь в засуху• Доброе слово и кошке приятноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά
-
19 Ένας καν κανένας
• Один в поле не воинИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας καν κανένας
-
20 Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη
• Одна кукушка – это ещё не веснаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη
См. также в других словарях:
ενάς — ἑνας, η (Α) 1. η αφηρημένη έννοια τού ενός, η μονάδα («δταν δέ τις έπιχειρή τίθεσθαι... και το καλόν ἕν καὶ το αγαθόν ἕν, περί τούτων τῶν ένάδων καὶ τῶν τοιούτων», Πλάτ.) 2. στον πληθ. ἑνάδες τάξη υπάρξεων, Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ἑνάς — unit fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
.ένας — ἕνᾱς , ἕνος belonging to the former of two periods fem acc pl ἕνᾱς , ἕνος belonging to the former of two periods fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνας — ἔνᾱς , νάω flow imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕνας — ἕνᾱς , ἕνος belonging to the former of two periods fem acc pl ἕνᾱς , ἕνος belonging to the former of two periods fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθων — Ένας, κατά την αρχαία μυθολογία, από τους τρεις ποταμούς του Άδη. Ενώ ο Κωκυτός και ο Αχέρων ήταν οι ποταμοί των στεναγμών, ο Π. ήταν ο ποταμός της φωτιάς. Ο Όμηρος τον αναφέρει στην Οδύσσεια και ο Πλάτων στον Φαίδωνα. Ο Πλάτων μάλιστα,… … Dictionary of Greek