Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱππάρχου

См. также в других словарях:

  • Ἱππάρχου — Ἵππαρχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάρχου — ἵππαρχος ruling the horse masc gen sg ἱππάρχης gen sg (ionic) ἱππάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Herma — de Demóstenes. En la Antigua Grecia, una herma (en griego antiguo έρμα, plural έρμαι hermai) era un pilar cuadrado o rectangular de piedra, terracota o bronce (el estípite) sobre el que se colocaba un …   Wikipedia Español

  • Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχία — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του κυνικού φιλοσόφου Κράτη του Θηβαίου. Τον αγάπησε παρά την ασχήμια του και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Καταγόταν από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν κόρη πλούσιων γονέων και αδελφή του… …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχικός — ἱππαρχικός, ή, όν (Α) [ίππαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον ίππαρχο 2. (το αρσ. ως κυρ. όν.) Ἱππαρχικός τίτλος πραγματείας τού Ξενοφώντος 3. φρ. α) «ἱππαρχικὸν ἐστί» είναι έργο ή καθήκον τού ιππάρχου (Ξεν.) β) «ἱππαρχικὴ ἠγεμονία» η… …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχώ — ἱππαρχῶ, έω (Α) [ίππαρχος) 1. (μτβ. και αμτβ.) είμαι ίππαρχος, διοικώ ιππικό 2. παθ. ίππαρχοῡμαι, έομαι υπηρετώ υπό τις διαταγές ιππάρχου («ἱππαρχεῑν ἱππαρχηθέντα, στρατηγεῑν στρατηγηθέντα καὶι ταξιαρχήσαντα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • καταστερισμός — ο (Α καταστερισμός) [καταστερίζω] η κατάταξη, η τοποθέτηση μεταξύ τών αστέρων, καταστέριση* αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταστερισμοί α) τίτλος συγγράμματος τού Ιππάρχου περί αστερισμών β) τίτλος συγγράμματος που αποδίδεται στον Ερατοσθένη και …   Dictionary of Greek

  • νέαιρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γυναίκα του Αλεού και μητέρα της Αύγης, του Κηφέα και του Λυκούργου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπήρξε γυναίκα του γιου του Ερμή Αυτόλυκου. 2. Μια από τις κόρες της Νιόβης και του Αμφίωνα. 3. Γυναίκα του Στρυμόνα, με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»