Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱερογραμματεύς

См. также в других словарях:

  • ιερογραμματεύς — ἱερογραμματεύς, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας τού οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους …   Dictionary of Greek

  • ἱερογραμματεύς — sacred scribe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραμματεῖς — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc pl ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραμματέων — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl ἱερογραμματέω̆ν , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραμματεῦσι — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραμματεῦσιν — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραμματέως — ἱερογραμματέω̆ς , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen sg ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Манефон — (др. греч. Μανέθων; лат. Manetho), точнее Манетон из Себеннита  древнеегипетский историк и жрец из города Себеннита в египетской Дельте, живший во времена правления в Египте эллинистической династии Птолемеев, в конце IV  первой… …   Википедия

  • Mercvrivs — MERCVRIVS, i, Gr. Ἐρμῆς, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XV.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen hat er am richtigsten von Merx, mercis, Waare. Festus l. XI. p. 237. & Serv. ad Virg. Aen. IV. v. 638. Es sind also nichts, als weit gesuchte Dinge, wenn ihn… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ἱερογραμματέα — ἱερογραμματέᾱ , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»