-
1 ιερογραμματεύς
-
2 ἱερογραμματεύς
-
3 ἱερογραμματεύς
A sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Eudox. Ars3.21, OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.), Luc. Macr.4, J.Ap.1.32, al., Herasap.Gal.13.776, Aët.15.13, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερογραμματεύς
-
4 ιερογραμματείς
ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc acc plἱερογραμματεύςsacred scribe: masc nom /voc pl (parad-form) -
5 ἱερογραμματεῖς
ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc acc plἱερογραμματεύςsacred scribe: masc nom /voc pl (parad-form) -
6 ιερογραμματέων
ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen plἱερογραμματέω̆ν, ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen pl -
7 ἱερογραμματέων
ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen plἱερογραμματέω̆ν, ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen pl -
8 ιερογραμματέως
ἱερογραμματέω̆ς, ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen sgἱερογραμματεύςsacred scribe: masc nom sg (epic ionic) -
9 ἱερογραμματέως
ἱερογραμματέω̆ς, ἱερογραμματεύςsacred scribe: masc gen sgἱερογραμματεύςsacred scribe: masc nom sg (epic ionic) -
10 ιερογραμματεύσι
-
11 ἱερογραμματεῦσι
-
12 ιερογραμματεύσιν
-
13 ἱερογραμματεῦσιν
-
14 ιερογραμματέα
-
15 ἱερογραμματέα
-
16 πτερόν
A feathers, Od.15.527, Hdt.2.73, etc.: in sg., feather, E.Rh. 618, Ar.Ach. 584, 1105; πτεροῦ σῦριγξ quill, Hp.Fist.6;τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις Luc.Salt.2
;ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Pl.Ti. 91d
(cf. Ar.Av. 106);ἡ τῶν π. ἀποβολή Pl.Phdr. 246d
: prov., πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν π. misery is of varied plumage, i.e. manifold, A.Supp. 329; τοῖς αὑτῶν π. ἁλίσκεσθαι to be shot with an arrow feathered from one's own plumes, 'hoist with one's own petard', Id.Fr. 139; ἀλλοτρίοις π. ἀγάλλεσθαι pride oneself on 'borrowed plumes', Luc.Pro Merc.Cond.4; κείρευ πτερά 'have your wings clipped', Call.Epigr.47.8.2 = πτέρυξ, bird's wing, freq. in pl., wings, Il.11.454, Od.2.151, etc. (sg., A.Fr.304.4);οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς Id.Pr. 396
; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Id.Eu. 1001 (lyr.);τὰ τέκν' ἔχων ὑπὸ πτεροῖς E.Heracl.10
, etc.: as an emblem of speed,ὡσεὶ π. ἠὲ νόημα Od.7.36
;πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς E.IT32
; δοκεῖτε πηδᾶν τἀδικήματ' εἰς θεοὺς πτεροῖσι; Id.Fr. 506; also τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i.e. spirit, courage, Il.19.386; νωμᾷ δ' ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης (sc. Ἀφροδίτης) πτερόν, ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς her uplifting influence, S.Fr.941.11.III anything like wings or feathers: as1 oars,ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.11.125
;νηὸς πτερά Hes.Op. 628
(unless sails, cf.πτίλον 111.2
); ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον π. E.Hel. 147;σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Id.Tr. 1086
(lyr.): hence conversely, of birds,πτεροῖς ἐρέσσει Id.IT 289
; πτερῶν εἰρεσίᾳ, of Hermes, Luc.Tim.40.2 ἀέθλων πτερά, i.e. the crown of victory, which lifts the victor to heaven, Pi.O.14.24, cf.P.9.125.3 sg., wings of the wind, dub. in S.Fr.23.3.5 π. ἱέρακος a hawk's wing, worn by the ἱερογραμματεύς in Egypt, D.S.1.87.7 ploughshare, Lyc. 1072.9 πτερὰ Θετταλικά were the fluttering corners of a χλαμύς (v.πτέρυξ 11.4
), Poll. 7.46.
См. также в других словарях:
ιερογραμματεύς — ἱερογραμματεύς, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας τού οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους … Dictionary of Greek
ἱερογραμματεύς — sacred scribe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῖς — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc pl ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματέων — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl ἱερογραμματέω̆ν , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῦσι — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῦσιν — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματέως — ἱερογραμματέω̆ς , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen sg ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Манефон — (др. греч. Μανέθων; лат. Manetho), точнее Манетон из Себеннита древнеегипетский историк и жрец из города Себеннита в египетской Дельте, живший во времена правления в Египте эллинистической династии Птолемеев, в конце IV первой… … Википедия
Mercvrivs — MERCVRIVS, i, Gr. Ἐρμῆς, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XV.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen hat er am richtigsten von Merx, mercis, Waare. Festus l. XI. p. 237. & Serv. ad Virg. Aen. IV. v. 638. Es sind also nichts, als weit gesuchte Dinge, wenn ihn… … Gründliches mythologisches Lexikon
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ἱερογραμματέα — ἱερογραμματέᾱ , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)