-
1 ἱερογραμματεύς
A sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Eudox. Ars3.21, OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.), Luc. Macr.4, J.Ap.1.32, al., Herasap.Gal.13.776, Aët.15.13, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερογραμματεύς
См. также в других словарях:
κωμογραμματεύς — κωμογραμματεύς, έως, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος τού κωμάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο γραμματεύς, τοπο γραμματεύς)] … Dictionary of Greek