-
1 ἱερογραμματεύς
ἱερο-γραμματεύς, ὁ, in Ägypten ein Priester, der die heilige Schrift kannte u. auslegte u. auf die Beobachtung der heiligen Gebräuche beim Gottesdienste sah
См. также в других словарях:
ιερογραμματεύς — ἱερογραμματεύς, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας τού οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους … Dictionary of Greek
ἱερογραμματεύς — sacred scribe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῖς — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc pl ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματέων — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl ἱερογραμματέω̆ν , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῦσι — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματεῦσιν — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογραμματέως — ἱερογραμματέω̆ς , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen sg ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Манефон — (др. греч. Μανέθων; лат. Manetho), точнее Манетон из Себеннита древнеегипетский историк и жрец из города Себеннита в египетской Дельте, живший во времена правления в Египте эллинистической династии Птолемеев, в конце IV первой… … Википедия
Mercvrivs — MERCVRIVS, i, Gr. Ἐρμῆς, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XV.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen hat er am richtigsten von Merx, mercis, Waare. Festus l. XI. p. 237. & Serv. ad Virg. Aen. IV. v. 638. Es sind also nichts, als weit gesuchte Dinge, wenn ihn… … Gründliches mythologisches Lexikon
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ἱερογραμματέα — ἱερογραμματέᾱ , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)