Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰῶμαι

См. также в других словарях:

  • ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …   Dictionary of Greek

  • ἰῶμαι — ἰάομαι j pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres ind mp 1st sg ἰάομαι j pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἰάζω fut ind mid 1st sg ἰόομαι become pres subj mp 1st sg ἰόομαι become pres ind mp 1st sg (doric aeolic) ἰόω become …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴωμαι — ἴ̱ωμαι , ἰόομαι become perf ind mp 1st sg ἴ̱ωμαι , ἰόω become perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • ίημα — ἴημα, τὸ (Α) [ιώμαι] ιων. και επιγρ. τ. τού ίαμα* …   Dictionary of Greek

  • ανιώμαι — ἀνιῶμαι ( άομαι) (AM) [ιώμαι] θεραπεύω πάλι …   Dictionary of Greek

  • εξιώμαι — ἐξιῶμαι, άομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποκαθιστώ, επανορθώνω 3. αποτρέπω («πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώμαι «θεραπεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ευίατος — η, ο (ΑΜ εὐίατος, ον, Α ιων. τ. εὐίητος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι] …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω …   Dictionary of Greek

  • λογίατρος — λογίατρος, ὁ (Α) γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + ἰατρός (< ἰῶμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»