-
1 ἰάομαι
Grammatical information: v.Meaning: `heal'.Other forms: Aor. ἰάσασθαι, Ion. ἰήσασθαι (Il.), pass. ἰάθην, ἰήθην (IA), fut. ἰάσομαι, ἰήσομαι (Od.), perf. ἴαμαι (Ev. Marc. 5, 29),Dialectal forms: Myc. ijateDerivatives: 1. ἴαμα, ἴημα (Ion. forms not esp. noted) n. `medicine, healing' (IA) with ἰαματικός (Cyran.); 2. ἴασις `healing' (IA) with ἰάσιμος `curable' (Arbenz Die Adj. auf - ιμος 71f.), prob. also ἰασιώνη plant-name, `Convolvulus sepium (?)' (Thphr., Plin.); Strömberg Pflanzennamen 81 because of the medical (though unknown) use; 3. Ίασώ f. name of a healing goddess (Ar., Herod.), from ἴασις or from the aor., cf. Καλυψώ. 4. ἰατήρ `physician' (Il., Cypr., with ἰήτειρα adj. f. `healing' (Marc. Sid.), ἰατήριον`medicine, healing' (medic., Q. S.); 5. ἰάτωρ `id.' (Alcm., Thess. inscr.) with ἰατορία `medical art' (B., S. in lyr.); 6. ἰατής `id.' (LXX) with ἰατικός (Str.) 7. usu.. ἰατρός `id.' (Il.), with ἰατρικός, ἡ ἰατρική ( τέχνη) `art of healing' (IA), ἰάτρια f. `midwife' (Alex.), ἰατρίνη `id.' (Rom. empire, cf. Schulze Kl. Schr. 428 m. n. 3), ἰατρεύω `heal' (Hp.) with ἰατρεία, - εῖον, ἰάτρευσις, - ευμα, - ευτικός; 8. ἴατρα n. pl. `payment for healing' (Epidauros, Herod.). More on ἰατήρ, ἰάτωρ, ἰατρός in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the diff. ἰατήρ: ἰάτωρ Benveniste Noms d'agent 46, also Schwyzer 531. - Here Ἰάσων? (s.v.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Compared with ἰαίνω, Brugmann Grundr. 21, 1086 (= 22: 3, 199) proposes: ἰῶμαι \< *isā-i̯o-mai beside ἰαίνω = Skt. iṣaṇ-yá-ti like δρῶ \< *drā-i̯ō beside δραίνω (but δραίνω is rather an innovation, s. on δράω. Schwyzer 681 a. 683 explains ἰάομαι as thematic tansformation of an athematic *ἴᾰ-μαι (in Ία-μενόν Μ 139, 193 and in Cypr. ἰϳασθαι?); but such a form can hardly be IE. Diff. Wißmann Nom. postv. 1, 127 n. 1: ἰάομαι deverbative. - Doubts on the connection with ἰαίνω in Schulze Q. 381f.; wrong Ehrlich Betonung 136 (to Lat. sānus) and Theander Eranos 20, 33 (from ἰά). On the quantity of the ἰ- (in Hom. ῑ-, later also ῐ-) Schulze l. c., Sommer Lautstud. 9f. See N. van Brock, Vocab. médic. 9ff. Laryngalbetrachtungen bei Sturtevant Lang. 16, 86f.Page in Frisk: 1,704-705Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰάομαι
См. также в других словарях:
ιαματικός — ή, ό (ΑΜ ἰαματικός, ή, όν) [ίαμα] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στη θεραπεία, αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες (α. «ιαματικά λουτρά» β. «φάρμακον ιαματικόν») νεοελλ. μσν. (για αγίους) ο θεραπευτής, ο θαυματουργός («τῶν ἁγίων ἐνδόξων και… … Dictionary of Greek
ιαματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στη θεραπεία, θεραπευτικός: Ιαματικές πηγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλθήεις — ἀλθήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλθαίνω] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός … Dictionary of Greek
επαλθής — ἐπαλθής, ές (Α) 1. ιαματικός, θεραπευτικός 2. ιάσιμος, αυτός που επιδέχεται θεραπεία … Dictionary of Greek
ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ιατικός — ἰατικός, ή, όν (Α) [ιατός] ιαματικός, θεραπευτικός … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… … Dictionary of Greek
Τιρόλο — (Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το … Dictionary of Greek