Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσχυροτάτῃ

См. также в других словарях:

  • ἰσχυροτάτη — ἰσχῡροτάτη , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυροτάτῃ — ἰσχῡροτάτῃ , ἰσχυρός strong fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Григорий II — патриарх константинопольский с 1283 г. по 1289 г., в мире Георгий. Род. в 1241 г.; был учеником Георгия Акрополита. Время управления Г. церковью было весьма тревожное. Сторонники церковной унии с Римом вступили с Г. в жаркую полемику по поводу… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) …   Dictionary of Greek

  • ευγενία — I (2ος; ή 3ος; μ.Χ.). Ρωμαία ευγενής. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αλεξάνδρεια, όπου μελέτησε ρωμαϊκή και ελληνική φιλολογία. Διαβάζοντας τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, την προσέλκυσε ο χριστιανισμός. Μεταμφιέστηκε τότε σε άντρα… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • κουράριο — και κουράρε, το (φαρμ.) κοινή ονομασία ουσιών φυτικής και, σπάνια, ζωικής προέλευσης ή ουσιών που παρασκευάζονται συνθετικά, οι οποίες έχουν ισχυρότατη παραλυτική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curare (< ισπ. curare… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»