-
21 ἰσχυροτάτων
ἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: fem gen superl plἰσχῡροτάτων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen superl pl -
22 ισχυροτέραις
ἰσχῡροτέραις, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp plἰσχῡροτέρᾱͅς, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp pl (attic) -
23 ἰσχυροτέραις
ἰσχῡροτέραις, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp plἰσχῡροτέρᾱͅς, ἰσχυρόςstrong: fem dat comp pl (attic) -
24 ισχυροτέρας
ἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc comp plἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
25 ἰσχυροτέρας
ἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem acc comp plἰσχῡροτέρᾱς, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
26 ισχυροτέρων
ἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp plἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen comp pl -
27 ἰσχυροτέρων
ἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: fem gen comp plἰσχῡροτέρων, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen comp pl -
28 ισχυροτέρως
ἰσχῡροτέρως, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡροτέρως, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp pl (doric) -
29 ἰσχυροτέρως
ἰσχῡροτέρως, ἰσχυρόςstrong: adverbial compἰσχῡροτέρως, ἰσχυρόςstrong: masc acc comp pl (doric) -
30 ισχυρώ
ἰσχῡρῶ, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen sg (doric aeolic)ἰσχυρόωstrengthen: pres subj act 1st sgἰσχυρόωstrengthen: pres ind act 1st sg——————ἰσχῡρῷ, ἰσχυρόςstrong: masc /neut dat sg -
31 ισχυρών
ἰσχῡρῶν, ἰσχυρόςstrong: fem gen plἰσχῡρῶν, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen plἰσχυρόωstrengthen: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἰσχυρόωstrengthen: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἰσχυρόωstrengthen: pres part act masc nom sgἰσχυρόωstrengthen: pres inf act (doric) -
32 ἰσχυρῶν
ἰσχῡρῶν, ἰσχυρόςstrong: fem gen plἰσχῡρῶν, ἰσχυρόςstrong: masc /neut gen plἰσχυρόωstrengthen: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἰσχυρόωstrengthen: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἰσχυρόωstrengthen: pres part act masc nom sgἰσχυρόωstrengthen: pres inf act (doric) -
33 ισχυρόν
-
34 ἰσχυρόν
-
35 ισχυρότατα
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
36 ἰσχυρότατα
ἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: adverbial superlἰσχῡρότατα, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
37 ισχυρότατον
ἰσχῡρότατον, ἰσχυρόςstrong: masc acc superl sgἰσχῡρότατον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl sg -
38 ἰσχυρότατον
ἰσχῡρότατον, ἰσχυρόςstrong: masc acc superl sgἰσχῡρότατον, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc superl sg -
39 ἰσχύ̄ς
ἰσχύ̄ς, -ῠ́οςGrammatical information: f.Meaning: `power, strength, might' (seit Hes.).Compounds: Comp. ἄν-ισχυς `powerless' (LXX). - as 1. member e. g. ἰσχυρο-ποιέω `strengthen, fortify' (Plb.), as 2. member (for uneasy - ισχυς, Frisk Adj. priv. 18) in ἀν-ίσχυρος `not strong, without power' (Hp., Str.), ὑπερ-ίσχυρος `extremely strong' (X., Arist.).Derivatives: Denomin. verb ἰσχύω, aor. ἰσχῦσαι, also with prefix, ἐν-, ἐξ-, κατ-, ὑπερ- etc., `have power, strength, might' (Pi., Hp., att.) with ἴσχυσις (LXX). - Adj. ἰσχῡρός `powerful, strong, mighty, vehement' (IA) - From there ἰσχυρικός `strong' (Pl. Tht. 169b; expressive enlargement?; diff. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 147) and the denominatives 1. ἰσχυρίζομαι, also with prefix as δι-, ἀπ-, ἀντ-, `prove strong, exert oneself, proclaim emphatically etc.' (Heraclit., Att.) with the desiderative ἰσχυρι-είω `venture to affirm' (Hp.); 2. κατ-ισχυρεύομαι `be vehement' (Aq.); Ίσχύλος PN (inscr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From H. (and Hdn. Gr. 1, 509) βίσχυν (Lac.), γισχύν ἰσχύν would lead to PGr. *Ϝισχύ̄ς (which Brugmann IF 16, 493f., Grundr.2 2: 1, 209 connected with Skt. vi-ṣah- `have in one's power'; so to σχ-εῖν, ἔχειν (s. v.) with the prefix *u̯i- `from one another', also augment.; cf. on ἴδιος). But Myc. isukuwo-doto shows no digamma. The connection with ἔχειν seems rather improbable. On the ū-stem (like πληθύ̄ς, νηδύ̄ς etc.) s. Schwyzer 463f.; further Meid IF 63, 1 1, who assumes an abstract formation from an adj. *Ϝι-σχ-ύς `resisting' (- υ- as in ἐχυ-ρός), which is also not convincing - Diff. Meillet BSL 27, 129ff.: prothetic ἰ-, adaptation to Ϝίς sec. - Chantraine Emerita 19, 134ff. considers connection with ἰξύς, ἰσχίον; there also on meaning and use ( ἰσχύς as popular avoided by Hom. ?). Pre-Greek origin seems quite probable.Page in Frisk: 1,742-743Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰσχύ̄ς
-
40 ισχυρά
См. также в других словарях:
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… … Dictionary of Greek
ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek