-
1 forceful
ισχυρός -
2 Strong
adj.Mighty: P. and V. μέγας.Physically strong: P. and V. ἰσχυρός, V. κραταῖος, ὄβριμος, ἐγκρατής (in P. used of defences), σθεναρός, Ar. and V. παγκρατής, καρτερός (in P. used of defences), P. ἐρρωμένος.Stronger: use also V. φέρτερος no positive.Stout, solid: P. στεριφός; see Solid.Firm., secure: P. and V. βέβαιος.Trustworthy: P. and V. βέβαιος, ἀσφαλής, P. ἐχυρός.Cogent: P. ἀναγκαῖος.Energetic: P. and V. ἔντονος, σύντονος.Efficacious: P. and V. δραστήριος.Vehement: P. σφοδρός.Of natural phenomena: P. and V. πολύς, μέγας.Of a smell: use P. βαρύς.A strong wind: P. ἄνεμος μέγας.A strong proof: P. μέγα τεκμήριον.Be strong, powerful, v.: P. and V. δύνασθαι, ἰσχύειν, ἐρρῶσθαι (perf. pass. of ῥωννύναι), Ar. and V. σθένειν.Be strong ( in body): P. and V. ἰσχύειν, ἐρρῶσθαι (perf. infin. of ῥωννύναι), Ar. and V. εὐσωματεῖν, V. εὐσθενεῖν (Eur., Cycl.); see be vigorous, under Vigorous.With a strong hand: use P. and V. βίᾳ.Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).Take strong measures: use P. and V. ἀνήκεστόν τι δρᾶν.Have strong views on: P. and V. σπουδάζειν περί (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strong
-
3 Stubborn
adj.Self-willed: P. and V. αὐθάδης.Of diseases, etc.; P. ἰσχυρός.Stubbornly contested, of a battle: P. καρτερός, ἰσχυρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stubborn
-
4 Sturdy
adj.Of things, vigorous: P. ἰσχυρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sturdy
-
5 forceful
adjective (powerful: a forceful argument.) ισχυρός -
6 high-powered
adjective ((with an engine which is) very powerful: a high-powered motorboat/engine.) ισχυρός -
7 influential
[-'enʃəl]adjective (having much influence: He is in quite an influential job; He was influential in getting the plan accepted.) που ασκεί επιρροή/σημαντικός,ισχυρός -
8 mighty
adjective (having great power: a mighty nation.) ισχυρός -
9 overpowering
adjective (very strong: That smell is quite overpowering.) ισχυρός -
10 powerful
adjective (having great strength, influence etc: a powerful engine; He's powerful in local politics.) ισχυρός -
11 weighty
-
12 windiness
noun ισχυρός άνεμος -
13 Acute
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Acute
-
14 Authoritative
adj.Positive, certain: P. and V. βέβαιος, πιστός.Peremptory ( of persons): P. δεσποτικός.Of a command: P. ἰσχυρός; see Peremptory.Possessed of authority: P. and V. κύριος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authoritative
-
15 Cough
subs.P. βήξ, ὁ.A bad cough: P. βὴξ ἰσχυρός.——————v. intrans.Ar. βήσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cough
-
16 Decided
adj.Obstinate: P. and V. αὐθάδης.Of things: P. ἰσχυρός.Unquestionable: P. ἀναμφισβήτητος.Clear: P. and V. σαφής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decided
-
17 Desperate
adj.Hopeless: P. ἀνέλπιστος.Of persons: P. ἀπονενοημένος; see Despairing.Precarious: P. ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής.Fierce, obstinale: P. ἰσχυρός.Be in desperate straits, v.: P. ἀπόρως διακεῖσθαι.Desperate remedies: P. διακεκινδυνευμένα φάρμακα (Isoc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desperate
-
18 Determined
adj.Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.Obstinate: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.Of things: P. ἰσχυρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Determined
-
19 Drastic
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drastic
-
20 Emphatic
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Emphatic
См. также в других словарях:
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… … Dictionary of Greek
ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek