-
121 σύγκειμαι
A lie together, τρεῖς ὁμοῦ ς. S.Aj. 1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.II as [voice] Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, ;ἐκ στοιχείων Id.Tht. 201e
, cf. X.Cyn. 5.29;τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180
; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ς. X.Oec.8.3;μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
, cf. Phd. 92a;δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol. 1266a1
; of quack-doctors,οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp. Lex1
;ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229
;ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13
; c. gen. only,ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17
; εἰς ἓν ς. compounded into one body, Pl.Phlb. 29d: in later Gr. c. gen., belong to,πολιτείας PMasp.20.15
(vi A.D.).2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ.. ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma. 286a; ποίημα ς. Id.Ly. 221d;λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47
; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh. 1403b35, cf. 1402a17;ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph. 982b19
; also s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.3 to be contrived, concocted,τῇδε σ. δόλος E.Rh. 215
; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον ς. Antipho 3.3.4;πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26
; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα.., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph. 1054b5; τὸ ς. complex, ib. 1051b4, 1076b18, cf.σύνθετος 1.2
.5 Math., to be the sum of..,ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155
;οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21
, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.III to be agreed on by two parties,σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111
;ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg. 822c
; also : freq. in part., agreed on, arranged,ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157
; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς ς. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152;σ. χωρίον Id.8.128
, cf. 5.50; κατὰ τὰ ς. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol. 1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ ς. Luc.JTr.37;ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94
.2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, : abs.,καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23
; ὥσπερ ς. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.;καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61
; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to.., Hdt.5.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκειμαι
-
122 σύμπας
σύμπᾱς, σύμπᾱσα, σύμπᾰν, [dialect] Att. [full] ξύμπας ( ξύμπαντα in Od.7.214, 14.198, though the metre does not require it):—A all together, all at once, mostly (in Hom.always) in pl.;υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας Il.1.241
, etc.; σύμπασιν δ' ὑμῖν, opp. εἷς ἕκαστος, Sol.11.6;ξύμπαντά τ' εἰπών A.Fr. 350.3
;αἱ σ. ἡμέραι Antipho 6.44
;σ. τε θεῶν καὶ ἀνθρώπων Pl.Smp. 197e
;συμπάντων κεφάλαιον IG12.91.23
; in [dialect] Att. the Art. is usually added in the case of Numerals, πέντ' ἦσαν οἱ ξ. S.OT 752, cf. X.An.1.2.9, Pl.Prt. 317c; but also without Art.,ξ. ἐγένοντο τετρακισχίλιοι Th.1.107
.II in sg. with collective Nouns, the whole,ὁ σ. στρατός Hdt.7.82
; στρατὸς ς. S.Ph. 387; στρατῷ ξ. Id.Aj. 1055;τῷ σ. στρατῷ Id.Ph. 1257
; ξ. λαός ib. 1243; πόλις ξύμπασα the state as a whole, Th.2.60, 3.62;ὁ σ. δᾶμος IG12(1).847.15
([place name] Lindus);τὴν σ. Ἑλλάδα Sor.Vit. Hippocr.5
;σ. ὁ φόρος IG12.64.8
;σ. ἡ πόλις Pl.R. 423d
, al.; also with some other Nouns,Χρόνῳ σύμπαντι Pi.O.6.56
;αἰῶνα τὸν σύμπαντα E. Hec. 757
; ἡ ς. (sc. γῆ) S.Fr. 411, cf. Ar.Nu. 204; ξ. γνώμη the general scope (of a speech), Th.1.22;σ. ἡ ὁδός X.An.7.8.26
; σ. ἀρετή, σ. πονηρία, Pl.Lg. 630b, Grg. 477c;σ. ἀριθμός Id.R. 525a
;σ. κεφάλαιον IG12.313.148
; κεφάλαιον τόκου ξύμπαντος ib.324.101;τὸ σ. πλάτος Sor.1.68
, cf. 2.89; but, in Arithm., ὁ σύμπας the sum, Dioph.Polyg. 4 (c. gen., ibid.).--For the [dialect] Att. position of the Art., v. πᾶς B. -
123 συννεφής
συννεφ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συννεφής
-
124 συντήκω
A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30
; weld together,ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp. 192d
; τὰ μόρια γόμφοις ς. Id.Ti. 43a;συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c
.2 dissolve, liquefy,σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2
; melt down,στέαρ PRev.Laws 50.17
(iii B.C.); consume,αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long. 466b29
.3 metaph., cause to waste or pine away, (troch.);τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25
.II [voice] Pass. συντήκομαι, [tense] aor. 1 συνετήχθην, [tense] aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. [tense] pf. [voice] Act. συντέτηκα:— to be fused into one mass,συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c
;ᾠοῦ λέκιθος τούτοις.. διὰ μέλιτος.. συντακεῖσα Sor.2.13
;ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου.., συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121
: metaph., c. dat., become absolutely one with..,γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις.. ἀλόχοιο E.Supp. 1029
(lyr., dub.l.);κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr. 296
;ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3
;συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp. 192e
, cf. 183e.3 metaph., waste away,συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11
, cf. Thphr.Od. 61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El. 240, Or.34, cf. 283, Med. 689;πυρετοῖσι Aret.SD1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντήκω
-
125 τρεισκαίδεκα
A thirteen: gen.τριῶν καὶ δέκα Th.2.97
, IG12.372.87, etc.: dat.τρισὶ καὶ δέκα Th.8.108
, D.9.25, IG22.1673.7, etc.: acc. neut. τριακαίδεκα (or τρία καὶ δέκα) Hdt.1.119, Ar.Pl. 194, 846, Pax 990:—sts other words are interposed,τρεῖς τε καὶ δ. Pi.O.1.79
, but μέν follows τρισκαίδεκα in B.10.92 and δέ in Th.3.79 (s. v. l., δέ om. codd. BM):— the form τρισκαίδεκα (acc. masc. and fem.) is found in codd. of Hom. Il.5.387, Od.24.340 (in Od.τρεισκαίδεκα, διὰ διφθόγγου γράφουσι τὰ τῶν ἀντιγράφων ἀκριβέστερα Eust.
ad loc.); also of Pi.Fr. 135 (v. l.), B. l. c. (Pap.), Ar.Ra.50, X.HG5.1.5, Th.3.69,79, 8.88 ( τρεῖς καὶ δέκα cod. B); τρισκαλδεκα as gen., Hp.Mul.2.133 ( τρεις- cod. D), Is.8.35; as dat., Th.8.22 codd.:—early Inscrr., however, never have τρισκαίδεκα, butτρεῖς [τρε̄ς] καὶ δέκα ἡμέραι IG12.295.11
(v B. C.); B101 (Delph., iv B. C.); τρε[ισκαί]δεκα πόλεων ib.368B1 (iii B. C.);λίθων τρεισκαίδεκα IG7.3073.134
(Lebad., ii B. C.); so that τρισκαίδεκα should be corrected in all early texts (in spite of Choerob. in An.Ox.2.267) either to τριῶν καὶ δ., etc., or to τρεισκαίδεκα: the same applies to the following compds.: v. τρεισκαιδέκατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαίδεκα
-
126 τρισήμερος
τρῐσ-ήμερος, ον,A tertian, of a fever, prob. in Arch.Pap.1.425 ( τρισοιμ- Pap.); τρισημεραι = triduum is f. l. for τρεῖς ἡμέραι in Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισήμερος
-
127 τροπικός
A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος ) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete. 343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21;ζῶναι Placit.3.11.4
; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete. 345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; soτ. ζῷα Man.2.382
; and abs.,τροπικά Id.3.41
, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc.II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.;τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157
S.;αἱ τ.
tropes,Longin.
32.6. Adv.- κῶς Phld.Rh.1.154
S., Ath.3.76c.2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v.συνάπτω A. 111.3
, ), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπικός
-
128 φωτίζω
Aφωτίσω 1 Ep.Cor.4.5
:—I. abs., shine, give light,ὁ ἄνθραξ [οὐ δύναται] φωτίζειν ὥσπερ ἡ φλόξ Thphr.Ign.30
, cf. Nic.Fr.74.66.II trans., illuminate,ὁ ἥλιος φ. τὸν κόσμον D.S.3.48
, cf. Plu. 2.931b ([voice] Pass.):—[voice] Pass., τὸ φωτιζόμενον, opp. τὸ φωτίζον, ib.936b: opp. σκοτίζομαι, ib.1120e, cf. Luc.Luct.2, Plot.2.3.5; of a planet, Cat.Cod.Astr.11(2).110;πεφωτισμέναι ἡμέραι Orph.Fr. 272
.2 bring to light, make known,τὴν ἑκατέρων αἵρεσιν Plb.22.5.10
, cf. 28.13.10;τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους 1 Ep.Cor.1
.c., cf. 2 Ep.Ti.1.10:—[voice] Pass.,γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα Plb.30.8.1
;φωτισθέντος τοῦ θανάτου Id.15.25.8
.3 enlighten, instruct, teach, φ. τινάς, πῶς .. LXX 4 Ki.17.28;φ. πάντας, τίς ἡ οἰκονομία Ep.Eph.3.9
.4 illuminate with spiritual light,ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ πεφωτισμένος Corp.Herm. 9.3
, cf. 13.18 ([voice] Pass.).b in a special sense, baptize, in [voice] Pass., Ep.Heb.6.4, 10.32.
См. также в других словарях:
ἡμέραι — ἡμέρᾱͅ , ἥμερος tame fem dat sg (attic doric aeolic) ἡμέρα day fem nom/voc pl (ionic) ἡμέρᾱͅ , ἡμέρα day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμεραι — ἥμερος tame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δὺ ἡμέραι γυναικός εἰσιν ἥδισται… — См. Дважды жена мила бывает: как в избу введут, да как вон понесут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αλήτιδες ημέραι — Αθηναϊκή εορτή της Ηριγόνης, της Ηούς ή της Ηριγένειας, κόρης του Ικάριου, που γέννησε από τον Απόλλωνα τον Στάφυλο … Dictionary of Greek
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek
АПОФРАДЫ — • Άποφράδυς ήμέραι, те дни, εν αι̃ς τοι̃ς κατοιχομένοις χοας επιφέρουσιν (Tim. lex.), праздники в честь мертвых; жертва, тогда приносившаяся, называлась ενάγισμα. Пример Aesch. Pers. 615 слл., см. также Άφετοι ήμέραι, Афеты.… … Реальный словарь классических древностей
АФЕТЫ — I. • Aphetate, Άφεταί или Άφέται, бухта у полуострова Магнесии при входе в Пагасайский залив, где, по преданию, аргонавты оставили Геракла; название, по толкованию древних, и произошло от того, что отсюда отплыл, отчалил корабль… … Реальный словарь классических древностей
АФЕТЫ — I. • Aphetate, Άφεταί или Άφέται, бухта у полуострова Магнесии при входе в Пагасайский залив, где, по преданию, аргонавты оставили Геракла; название, по толкованию древних, и произошло от того, что отсюда отплыл, отчалил корабль… … Реальный словарь классических древностей
ГЕСИОД — • Hesiŏdus, Ήσίοδος, эпический стихотворец эолийского племени, живший, по господствовавшему у древних мнению, или в одно время с Гомером, или даже до него, но относящийся во всяком случае к периоду времени 100 лет после Гомера, около… … Реальный словарь классических древностей
Гесиод — Ἡσίοδος … Википедия
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek