Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡδοναῖς

См. также в других словарях:

  • ἡδοναῖς — ἡδονά enjoyment fem dat pl ἡδονή enjoyment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • APHRODITE — Graecis Venus dicta, ab ἀφρὸς, quod est spuma, nam de spuma maris natam ferunt. Unde illud Ovidii Ep. 15. Heroid. v. 213. Venus orta mari, mare praestat eunti Tibullus l. 1. Eleg. 2. v. 41. Nam fuerit quicumque loquax, is sanguine natan, Is… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHOASPES vel CHOASPIS — Medorum fluv. ad fines Persidis in Tigrim defluens: cuius aquae tam sunt suaves, ut finitimi Reges non aliâ aquâ ad potum utantur. Tibul. l. 4. El. 1. v. 141. Nec quâ vel Nilus, vel regia lympha Choaspis Profivit. Item Ausonius, in claris urbibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξυγραίνω — ἐξυγραίνω (Α) 1. βρέχω, μουσκεύω 2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός 3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῑς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 4. παθ. ξεραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

  • κατασυβωτώ — κατασυβωτῶ, έω (Α) μτφ. τρέφοντας παχαίνω κάποιον σαν χοίρο («τὴν ψυχὴν τῆς τοῡ σώματος ἡδοναῑς κατασυβωτεῑν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συ βωτῶ «βόσκω χοίρους»] …   Dictionary of Greek

  • παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»