-
1 προς-πτύω
-
2 προςπτύω
-
3 κόλπος
κόλπος, ὁ,A bosom, lap,παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα Il.6.400
; ἂψ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐκλίνθη ib. 467; ἡ δ' ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ (cf. 111.1) ib. 483; ἱμάντα τέῳ ἐγκάτθεο κ. put the girdle in thy bosom, 14.219;εἰς κόλπον πτύσαι Thphr.Char.16.15
(cf. πτύω); ἐν κόλπῳ εἶχες ὄφιν Thgn.602
;ὁ κ. Αβραάμ Ev.Luc.16.22
; freq. of pet birds or animals,τρέφειν ἐν κ. Herod.6.102
; κυνίδιον ἐν κόλπῳ τιθηνούμενον lap-dog, Plu.2.472c;κίσσαν ἐκ μέσων τῶν κόλπων ἁρπάσας Luc.Jud.Voc.8
; so : metaph.,εἰς τοὺς εὐανθεῖς κ. λειμώνων Ar.Ra. 373
(lyr.); (lyr.); also τὰ ὑπὸ κόλπου, = τὰ ἀφροδίσια, Luc.Alex.39.2 = αἰδοῖον γυναικεῖον, esp. vagina, Sor.1.16, al., Ruf.Onom. 196, Poll.2.222: pl., Sor.1.70b, S.E.M.5.62.b κόλποι τῆς ὑστέρας supposed sinuses in the womb, Hp.Nat.Puer.31, Sor.1.9 (sg.), Gal.UP14.4.c in poets more vaguely of the whole sinus genitalis, womb, in pl., E.Hel. 1145 (lyr.), Call.Jov.15: sg., Id.Del. 214;δεσποίνας ὑπὸ κόλπον ἔδυν Orph.Fr. 32c
.8; θεὸς διὰ κόλπου ib. 31i24: metaph., of the grave,σῶμα σὸν ἐν κόλποις.. γαῖα καλύπτει IG2.3839
, cf. 3412, Epigr.Gr.214.7 ([place name] Rhenea); κ. ἡμερῶν, of the womb of time, Ezek.Exag.39.d of other cavities, οἱ κ. τῆς κοιλίας, in the ἐχῖνος, Arist.HA 530b27; of the ventricles of the heart, Poll.2.216.II fold of a garment, esp. as it fell over the girdle, freq. in pl.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κ. Il.9.570
, cf. A.Pers. 539 (anap.), etc.: also in sg.,κ. βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Hdt.6.125
; κόλπον ἀνιεμένη letting down the bosom of her robe, i.e. baring her breast, Il.22.80;ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι Theoc.15.134
; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, i.e. she concealed her pregnancy by the loose folds of her robe, Pi.O.6.31;κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ Od.15.469
;κόλπῳ φέρουσα.. πεπλώματος A.Th. 1044
; ὑπὸ κόλπου (v.l. -ῳ) χεῖρας ἔχειν 'keep one's hand in one's pocket', of a stingy person, Theoc.16.16;ὑπὸ κόλπου Luc.Herm.37
, 81, Hes.2, Merc.Cond.27; ὑπὸ κόλπον Hsch.s.v. μασχαλοληπτεῖ, v.l. in Luc.Ind.12.1 of the sea, first in a half-literal sense, of a sea-goddess, Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ received him in her bosom, Il.6.136, cf. supr.1.1: generally,δῦτε θαλάσσης εὐρέα κ. 18.140
, cf. Od.4.435; εἴσω ἁλὸς εὐρέα κ. ll.21.125: in pl.,κατὰ δεινοὺς κ. ἁλός Od.5.52
; alsoκόλποι αἰθέρος Pi.O.13.88
;Ἐρέβους ἐν ἀπείροσι κ. Ar. Av. 694
.2 bay, gulf, Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κ. ἐχούσας, i.e. βαθὺν κατεχούσας κόλπον, Il.2.560;Μηλιεὺς κ. A.Pers. 486
; κ. Ῥέας, i.e. the Adriatic, Id.Pr. 837;Τυρσηνικὸς κ. S.Fr. 598
, cf. Hdt.2.11, 7.58, 198, Th.2.90, etc.3 vale,κ. Ἀργεῖος Pi.P.4.49
;Νεμέας Id.O.9.87
, cf. 14.23;Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant. 1121
(lyr.);κ. Τροίας E.Tr. 130
(lyr.);Πιερικὸς κ. Th.2.99
, cf. X.HG 6.5.17.4 of a fortified site, salient, Ph.Bel.86.8.IV in Tactics, enveloping force, Onos.21.5.
См. также в других словарях:
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
προσπτύω — Α 1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.) 2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.) β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω 3. μτφ. αποστρέφομαι,… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… … Dictionary of Greek