Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλλοτρίων

См. также в других словарях:

  • ἀλλοτριῶν — ἀλλοτριάζω to be ill disposed fut part act masc voc sg ἀλλοτριάζω to be ill disposed fut part act neut nom/voc/acc sg ἀλλοτριάζω to be ill disposed fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀλλοτριόω estrange from pres part act masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτρίων — ἀλλότριος of fem gen pl ἀλλότριος of masc/neut gen pl ἀ̱λλοτρίων , ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱λλοτρίων , ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀλλοτριόω estrange from imperf ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… …   Deutsch Wikipedia

  • Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… …   Deutsch Wikipedia

  • REGUM Filii — diverbiô sollenni olim universi Israelitae dicti sunt, ob singularem generis et Reip. sanctioris dignitatem nobilitatemque. Unde non semel occurrit in Talmudibus illud Rabb. Simeonis velut vulgari usu atque existimatione notissimum, Universi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …   Dictionary of Greek

  • θεματοφύλακας — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει αμισθί τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος ύστερα από συνεννόηση με τον κάτοχο ή με τους κληρονόμους του 2. αυτός που λόγω αξιώματος ή κοινωνικής θέσης ή ειδικής ασχολίας αναλαμβάνει να διαφυλάσσει κάτι ως ιερό και… …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • κτέανον — κτέανον, τὸ (Α) 1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ. β. «εἴ κεν ἀπ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.) 2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»