Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠνίπαπε

См. также в других словарях:

  • ἠνίπαπε — ἠνί̱παπε , ἐνίπτω reprove aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] …   Dictionary of Greek

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»