Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνίσσω

См. также в других словарях:

  • ἐνίσσω — attack pres subj act 1st sg (epic) ἐνίσσω attack pres ind act 1st sg (epic) ἐνίζω to set in aor subj act 1st sg (epic) ἐνίζω to set in fut ind act 1st sg (epic) ἐνίζω to set in aor subj act 1st sg (epic) ἐνίζω to set in aor ind mid 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίσσω — ἐνίσσω (Α) παράλλ. τ. τού ενίπτω* 1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω 2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» τόν προσβάλλαμε, τόν κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • ἐνίσσοντα — ἐνίσσω attack pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) ἐνίσσω attack pres part act masc acc sg (epic) ἐνίζω to set in fut part act neut nom/voc/acc pl (epic) ἐνίζω to set in fut part act masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισσέμεν — ἐνίσσω attack pres inf act (epic) ἐνίζω to set in fut inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισσόμενος — ἐνίσσω attack pres part mp masc nom sg (epic) ἐνίζω to set in fut part mid masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίσσειν — ἐνίσσω attack pres inf act (attic epic) ἐνίζω to set in fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίσσομεν — ἐνίσσω attack pres ind act 1st pl (epic) ἐνίζω to set in aor subj act 1st pl (epic) ἐνίζω to set in fut ind act 1st pl (epic) ἐνίζω to set in aor subj act 1st pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίσσων — ἐνίσσω attack pres part act masc nom sg (epic) ἐνίζω to set in fut part act masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

  • ένιγμα — ἔνιγμα, το (Α) [ενίσσω] μομφή, επίπληξη, επιτίμηση …   Dictionary of Greek

  • ἐνίσσοι — ἐνίσσοῑ , ἐνίσσω attack pres opt act 3rd sg (epic) ἐνίσσοῑ , ἐνίζω to set in fut opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»