Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνίσπω

См. также в других словарях:

  • ενίσπω — ἐνίσπω (Α) μτγν. ποιητ. τ. τού ενέπω* λέγω, διηγούμαι, συνομιλώ, παραινώ, ονομάζω, προσαγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ἐνισπῶ — ἐν σπάω drawnthrough pres imperat mp 2nd sg ἐν σπάω drawnthrough pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐν σπάω drawnthrough pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐν σπάω drawnthrough imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίσπω — ἐνέπω tell aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»