-
1 γλυκό
-
2 γλυκό-
первая часть сложных слов, означ. что-л, сладкое, приятное, нежное, мягкое -
3 γλυκό
[глико] ста. о. варенье, сласти. -
4 γλυκό
dessert -
5 Ούτε γλυκό, ούτε ξινό
– Μηδέ τσοπάνος στα βουνά, μηδέ ζευγάς στον κάμπο– Ούτε γλυκό, ούτε ξινό– Ούτε κρέας, ούτε ψάρι– Ούτε κρύο, ούτε ζεστό• Ни Богу свечка, ни черту кочерга• Ни в городе Иван, ни в селе Селифан• Ни пава, ни ворона• Ни рыба, ни мясо• Ни то, ни сёИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ούτε γλυκό, ούτε ξινό
-
6 Όποιος δεν δοκιμάσει το πικρό, δεν εκτιμάει το γλυκό
Αν δεν βρεις το χειρότερο, δεν εκτιμάς το καλύτερο– Όποιος δεν δοκιμάσει το πικρό, δεν εκτιμάει το γλυκό• Кто горя не видал, тот и счастья не знавал• Тот здоровья не знает, кто болен не бываетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν δοκιμάσει το πικρό, δεν εκτιμάει το γλυκό
-
7 Ξίδι χάρισμα γλυκό σαν μέλι
• Дареный уксус слаще медаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ξίδι χάρισμα γλυκό σαν μέλι
-
8 γλυκός
(ε)ιά, ο1) прям., перен. сладкий;γλυκός ύπνος — сладкий сон;
γλυκιά φωνή — сладкий голос;
2) несолёный, пресный;γλυκό νερό — пресная вода;
3) перен. симпатичный; прийтный (о человеке); милый, нежный, ласковый (о голосе, улыбке и т. п.);γλυκά λόγια — ласковые, нежные слова;
4) нежный, тёплый (о цвете, тоне);5) тихий, спокойный; мягкий;§ γλυκό σπυρί — сибирская язва;
κάνω γλυκά μάτια — строить глазки
-
9 αίμα
(γεν. αίματος) τό1) кровь;αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;
μετάγγιση αίματος переливание крови;σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;
μόλυνση τού αίματος заражение крови;κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;
μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;2) родная кровь; кровное родство;είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;
συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;
δεσμοί αίματος узы крови;§ φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом
и кровью добиться (чего-л.);παίρνω αίμα — пускать кровь;
παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;
μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;
ανάψανε — та αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;
τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;
μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;
μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;
βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;
μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;
με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;
τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;
τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;
-
10 άς
1) (при побуждении) пусть; давай(те); ας τραγουδήσουμε давайте споём; άς έρθει όποτε θέλει пусть придёт, когда хочет; άς είναι пусть (будет); ας ερχόταν κι' ο Πέτρος пусть бы приходил и Пётр; ας υποθέσουμε ότι... допустим, предположим, что...; άς γίνει ό, τι γίνει пусть будет, что будет; 2) (при выражении пожелания, желания): ας είχα κι' εγώ (или καί γώ) ένα παιδί! если бы у меня был ребёнок!; άς μην τον έβλεπα μπροστά μου лучше бы он не попадался мне на глаза; 3) если; пусть только; άς ήσουν φρόνιμος, να σούδινα γλυκό если бы ты был послушным, я бы тебе дала варенья; άς αλλάξουν τα πράματα και τότε τού δείχνω пусть только изменятся обстоятельства, тогда я ему покажу; 4) (при обознач, времени) когда; пусть; άς έρθει και βλέπουμε когда приедет, тогда посмотрим; άς πέσει ο ήλιος και πάμε περίπατο пусть зайдёт солнце, тогда пойдём погуляем -
11 αφρολογώ
-
12 βύσσινο(ν)
τό1) вишня (плод);γλυκό βύσσινο(ν) — вишнёвое варенье;
2) вишнёвка (наливка);§ να λείπει το βύσσινο(ν) — а) мне это надоело; — б) об этом не может быть и речи (при выражении недовольства, отказа)
-
13 βύσσινο(ν)
τό1) вишня (плод);γλυκό βύσσινο(ν) — вишнёвое варенье;
2) вишнёвка (наливка);§ να λείπει το βύσσινο(ν) — а) мне это надоело; — б) об этом не может быть и речи (при выражении недовольства, отказа)
-
14 γλυκύ-
см. γλυκό\ -
15 καρυδάτος
η, ο1) похожий на орех; величиной с орех; 2) ореховый, сделанный из грецких орехов;(γλυκό) καρυδάτο — варенье из орехов
-
16 ματιάζω
μετ.1) бросить взгляд, посмотреть (на кого-что-либо); 2) зариться (на что-л.);ματιάζω τό γλυκό — у меня глаза разгорелись на варенье;
3) заметить, увидеть;4) сглазить; τον μάτιασες ты его сглазил; 5) целить(ся), метить(ся) (в кого-что-л.); § κάποιος τούς μάτιασε между ними чёрная кошка пробежала -
17 νεράντζι
το померанец (плод);γλυκό νεράντζι — померанцевое варенье
-
18 νερό
τό1) вода;νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;
πόσιμο νερό — питьевая вода;
γλυκό νερό — пресная вода;
βρασμένο νερό — кипячёная вода;
μεταλλικό νερό — минеральная вода;
νερό τρεχούμενο — проточная вода;
η στάθμη τού νερού — уровень воды;
πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;2) дождь;αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;
3) моча;4) мочеиспускание;κάνω το νερό μου — мочиться;
πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;
5) πλ. отлив, перелив;ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;
τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;
6) πλ. мор. ватерлиния;7) πλ. мор. кильватер;§ ιαματικά νερά — воды (курорт);
ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);
μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;
κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;
η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;
τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;
αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;
βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;
έκανέ νερά — он спасовал;
έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;
τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;
δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;
ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;
αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;
κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу
-
19 ξαφρίζω
-
20 ούτε
1. σύνδ. не; ни;ούτε γλυκό ούτε ξινό — ни рыба ни мясо; — ни холодно ни жарко;
§ ούτε καί — тоже не...;
ούτε στο σακκί ούτε στο σακκούλι ( — или τσουβάλι) — погов, ни лаской ни таской;
γάτα ούτε ζημιά — как ни в чём не бывало, как будто ничего не произошло;2. μόριο даже;δεν θέλω ούτε να την δώ — я даже видеть её не хочу
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλυκό — το το γλύκισμα: Ο μπακλαβάς είναι γλυκό του ταψιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκό — το βλ. γλυκός … Dictionary of Greek
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek