-
1 ὅμιλος
ὅμῑλος (-ος, -ον.)1 gatheringπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
τυφλὸν δ' ἔχει ἧτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι i. e. the army of the Seven against Thebes N. 9.21εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων, χαλκοκορυστὰν ὅμιλον ἐγείρων ( χαλκοκορυστᾶν ὁμίλει Wil.) Πα.. 1. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. -
2 όμιλος
-
3 ὅμιλος
-
4 ὅμιλος
ὅμιλος, ου, ὁ (ὁμός ‘common, joint’, ἵλη ‘band’; Hom. et al.; 1 Km 19:20 Aq.; Philo, Agr. 23) crowd, throng πᾶς ἐπὶ τῶν πλοίων ὁ ὅμ. the whole throng (of those traveling) on ships Rv 18:17 v.l. (s. Charles, ICC Rv ad loc.; Jos., Ant. 5, 17 ὁ πᾶς ὅμιλος).—DELG. M-M. -
5 ομιλος
ὅ [ἴλη] только sing.1) толпа, полчище, масса(Δαναῶν, ἵππων τε καὴ ἀνδρῶν Hom.; Νομάδων Pind.; θοινατόρων Eur.)
ὅ ψιλὸς ὅ. Thuc. — легковооруженное войско;ὅ. πολλὸς Ἕλλην Her. — большое греческое население;ναύφρακτος ὅ. Aesch. — разбитый флот2) шум, смятениеτινὰ ἐξάγειν ὁμίλου Hom. — вывести кого-л. из боевой свалки;
βοῇ καὴ ὁμἰλῳ Her. — с криком и шумом;μέ βίῃ καὴ ὁμίλῳ Her. — без насилия и шума -
6 ὅμῖλος
ὅμῖλος: throng, crowd; in the Iliad freq. of the crowd and tumult of battle, Il. 5.553, Il. 10.499.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅμῖλος
-
7 όμιλος
ο1) общество, объединение;αθλητικός όμιλος — физкультурное общество;
2) кружок, коллектив;λογοτεχνικός όμιλος — литературный кружок;
ερασιτεχνικός όμιλος — самодеятельный коллектив, кружок самодеятельности
-
8 ὅμιλος
ὁ ὅμιλος 1. собрание, множество; 2. сборище, толпа -
9 ὅμιλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὅμιλος
-
10 όμιλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > όμιλος
-
11 ὅμῑλος
ὅμ-ῑλος, ὁ, jede versammelte Menschenmenge, zusammengekommene Schar, Versammlung; bes. die Schar der gemeinen Krieger, im Ggstz des Anführers, ἐρχόμενον προτάροιϑεν ὁμίλου; übh. der Kriegerschwarm, sowohl in geordneten Schlachtreihen als ungeordnet in dichtem Schlachtgedränge; τὴν ἔξαγ' ὁμίλου, aus dem Schlachtgedränge; das Flottengeschwader; ὁ πολλὸς ὅμιλος, der große Haufen. Einzeln von jeder großen Menge: Schwarm; auch von leblosen Dingen: Menge, Haufen -
12 ὅμιλος
толпа, скопление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὅμιλος
-
13 όμιλος
[омилос] ουσ. а. общество, ассоциация, кружок для занятий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όμιλος
-
14 όμιλος
[омилос] ουσ α общество, ассоциация, кружок для занятий. -
15 ὅμιλος
A any assembled crowd, throng of people, for a feast, Od.1.225 ; for a spectacle, Il.18.603,23.651, cf. Pi.P.9.123, al., A.Pers. 123, al., E.Cyc. 100, al., Hdt. (v. infr.): rare in [dialect] Att. Com. and Prose, as Cratin.323, Th.2.65, 4.112 ; esp. the mass of the people, the crowd, opp. the chiefs,προπάροιθεν ὁμίλου Il.3.22
; ὅ. Δαναῶν, Τρώων, etc., 19.402,4.86, al. ;ἵππων καὶ ἀνδρῶν ὅ. 10.338
; τὸν ψιλὸν ὅ. the crowd of irregulars, opp. ὁπλῖται, Th.4.125 ; mob,διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ Heraclit.104
;ὁ πολλὸς ὅ. Hdt.1.88
, cf. 3.81 ;τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅ. ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος Pi.N.7.24
; but also ὅ. πολλὸς μὲν Ἕλλην περιοικέει a large Hellenic population, Hdt.5.23.b of inanimate objects,[σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ Od.8.196
.2 throng of battle,τὴν ἔξαγ' ὁμίλου Il.5.353
, cf. 4.516, etc. ; πρώτῳ ἐν ὁ. in the forefront of battle, 17.471 : generally, tumult, confusion,βοῇ καὶ ὁμίλῳ Hdt.9.59
;σοφίῃ καὶ μὴ βίῃ καὶ ὁ. Id.3.127
.—The word seems not to be used in pl. -
16 όμιλος
dernek, cemiyet, kulüp -
17 όμιλος
association -
18 όμιλος
groupΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όμιλος
-
19 συν-όμῑλος
συν-όμῑλος, mit Einem umgehend, Gesellschafter, E. M. 478, 18.
-
20 εὐ-προς-όμῑλος
εὐ-προς-όμῑλος, gesellig, ὁ ἡδὺς ἐν συνουσίᾳ καὶ ἀστεῖος B. A. 39.
См. также в других словарях:
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek
όμιλος — ο 1. ομάδα ανθρώπων, παρέα, συντροφιά. 2. σωματείο, εταιρεία, σύλλογος: Εκπαιδευτικός, ορειβατικός όμιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅμιλος — ὅμῑλος , ὅμιλος any assembled crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εκπαιδευτικός Όμιλος — Σωματείο που ίδρυσαν το 1910 στην Αθήνα λογοτέχνες, εκπαιδευτικοί και πολιτευόμενοι, με σκοπό να βοηθήσουν «να αναμορφωθεί με τον καιρό η ελληνική εκπαίδευση». Κατά την άποψή τους, η εκπαίδευση θα βελτιωνόταν αν εφαρμοζόταν η διδασκαλία της… … Dictionary of Greek
Ροταριανός Όμιλος — (Rotary Club). Διεθνής ιδιωτική οργάνωση, που ιδρύθηκε στο Σικάγο το 1905 από τον δικηγόρο Π. Χάρις. Αποτελεί ένωση των κατά τόπους επιχειρηματικών, βιομηχανικών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών κύκλων και επιδιώκει την πραγματοποίηση της… … Dictionary of Greek
Cyprus Amateur Radio Society — Όμιλος Ραδιοερασιτεχνών Κύπρου Cyprus Amateur Radio Society Abbreviation CARS Type Non profit organization Purpose/focus Advocacy, Education … Wikipedia
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Panathinaikos FC — Infobox Football club clubname = Panathinaikos F.C. current = Panathinaikos F.C. season 2008 09 fullname = P.A.E. Panathinaikos nickname = Prasinoi (The Greens) Trifylli (Trefoil) founded = 1908(as P.O.A. [cite web |url=http://www.pao.gr/category … Wikipedia
Panathinaikos — Panathinaïkos Panathinaïkós Générali … Wikipédia en Français
Panathinaïkos (football) — Infobox club sportif Panathinaïkós … Wikipédia en Français
θεόμιλος — θεόμιλος, ον (Μ) αυτός που συνομιλεί με τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όμιλος (< όμιλος), πρβλ. δυσ όμιλος, εξ όμιλος] … Dictionary of Greek