-
1 εχθρ'
ἔχθραι, ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθραι, ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἔχθρ'
ἔχθραι, ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθραι, ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
3 ἐχθρ-ώδης
ἐχθρ-ώδης, ες, wie ein Feind, feindlich. - Adv., ἐχϑρωδῶς ἔχειν τινί, gegen Einen feindlich gesinnt sein, D. Cass. 43, 11; Schol. Luc. Catapl. 1.
-
4 ἐχθραίνω
Aἤχθραινον X.Ages.11.5
: [tense] aor. 1ἤχθρηνα Max.67
, - ᾱνα Ph.2.394; later form of ἐχθαίρω (q.v.): ([etym.] ἐχθρός):— hate, τινα X.l.c.; τι Ph.2.297; οἱ ἐχθράναντες one's enemies, ib. 394:— [voice] Pass.,ὑπό τινων Phld.Mort.20
; also ἐ. τινί to be at enmity with, LXX Nu.25.18, al., Ael.NA5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθραίνω
-
5 ἐχθρεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθρεύω
-
6 ἐχθρία
-
7 ἐχθρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχθρικός
-
8 ἔχθρα
A hatred, enmity, Hdt.5.81, Pi.P.4.145, etc.: in philos. sense, = νεῖκος 1.5, Plot.3.2.2; ἔ. τινός hatred for, enmity to one, Antipho 2.4.1, Th.3.10;κατ' ἔχθραν τινός Ar. Pax 133
;ἔ. ἔς τινα Hdt.1.5
, Th.2.68;εἴς θεόν Ep.Rom.8.7
; (pl.), Th.2.68; δι' ἔχθρας μολεῖν, ἀφῖχθαί τινι, to be at feud with one, E.Ph. 479, Hipp. 1164; ;εἰς ἔ. βάλλειν τινά A.Pr. 390
;εἰς ἔ. ἐλθεῖν D.21.62
;καταστῆσαί τινας εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ X.HG3.5.9
;πολλὴν εἰς ἔχθραν ἀλλήλοις καὶ πολλῶν πέρι καθίστανται Pl.Plt. 307d
, cf. Isoc.9.67; πρὸς ἔχθραν from personal enmity, D.18.141; ἔ. συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, to engage in hostility with.., E.Med.45, Heracl. 459;ἔ. τισὶν ἄρασθαι D.21.132
;καταλλάσσεσθαι τὰς ἔ. Hdt.7.145
;λύσασαν ἔ. τὴν πάρος E.Tr.50
;τὰς μεγάλας ἔ. διαλύεσθαι Th.4.19
;πρὸς ἀλλήλους ἔ. ἀνείλοντο Is.1.9
;διαλλαχθῆναι τῆς ἔ. And.2.26
: prov., Ἐμπεδοκλέους ἔ., of undying hatred, Lys. Fr. 261 S. -
9 ἔχθρασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔχθρασμα
-
10 ἐχθρώδης
ἐχθρ-ώδης, ες, wie ein Feind, feindlich. Adv., ἐχϑρωδῶς ἔχειν τινί, gegen einen feindlich gesinnt sein
См. также в других словарях:
ἔχθρ' — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
έχθρητα — η (Μ ἔχθρητα) έχθρα, εχθρότητα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχθρ (έχθρα) + κατάλ. ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε (τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)] … Dictionary of Greek
έχθρισσα — ἔχθρισσα, ἡ (Μ) (το θηλ. τού εχθρός) εχθρά, εχθρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρ (εχθρός) + ισσα] … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
εναντία — ἐναντία και ἐναντίον (AM) 1. (με γεν.) απέναντι 2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.) 3. (με άρθρο) τἀναντία αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek