Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔριδι

См. также в других словарях:

  • Ἔριδι — Ἔρις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριδι — ἔρις strife fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COMMITTERE pgunas — apud Statium, l. 6. Theb. v. 143. Cui Superûm nostro committere sanguine pugnas Dulce fuit? Ordiri est, verbum a Circensibus, (vide supra Circus Max.) deductum. Nonius Marcellus, Committere dicitur initiae. Virg. l. 5. Aen. v. 113. Et tuba… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) …   Dictionary of Greek

  • συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • σφωέ — και συγκεκομμένος τ. σφώ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τής προσ. αντων. τού γ προσ. η οποία χρησιμοποιείται για το αρσ. και θηλ. και πάντοτε ως εγκλιτ.) αυτοί οι δύο, αμφότεροι («τίς τ ἄρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»