-
61 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
62 сооружение
-я ουδ.1. οικοδόμηση, χτίσιμο, ανέγερση.2. έργο•оборонительное сооружение αμυντικά έργα•
ирригационные -я αρδευτικά έργα.
|| κατασκεύασμα. -
63 театр
-а α.1. το θέατρο (ως Τέχνη)•древнегреческий театр το αρχαιοελληνικό θέατρο•
кукол κουκλοθέατρο•
оперный театр μελοδραματικό θέατρο•
драматический театр δραματικό θέατρο.
|| το ίδρυμα, το κτίριο•работаю в -е εργάζομαι στο θέατρο•
иду в театр πηγαίνω στο θέατρο.
2. το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα•театр военных действий το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
3. θέαμα, παράσταση•сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράσταση.
4. τα θεατρικά έργα•театр мольера τα έργα του Μολιέρου.
εκφρ.на -е – στη σκηνή. -
64 βίαιος
A forcible, violent: Adj. once in Hom.,ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236
, Adv. twice, by force, perforce, ; ; freq. in all writers,ἔργα β. Thgn. 1343
; ; of persons,βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36
;χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176
; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.;β. νόσος S.Ant. 1140
(lyr.);β. ἄνεμος Arist.Mete. 370b9
;ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.
([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg. 914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN 1131a8;κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg. 934c
. Adv.βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26
; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag. 182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1
: neut. pl. as Adv., A.Supp. 821 (lyr.);πρὸς τὸ β. Id.Ag. 130
;ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36
.2 esp. of magic,β. τέχνη Philostr.VA1.33
. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.II [voice] Pass., forced, constrained, opp.ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c
; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph. 254a9, cf. Pl.Ti. 64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN 1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol. 1338b41; πόνοι μὴ β. ib. 1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN 1096a6;βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d
. Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph. 253b34: [comp] Comp.- οτέρως Gal.17(1).19
.2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332. -
65 δάω
I intr., [tense] aor.ἐδάην Il.3.208
, Trag. (in lyr.), A.Ag. 123, S.El. 169; subj.δαῶμεν Il.2.299
, [dialect] Ep.δαείω 16.423
, Od.9.280; opt.δαείην A.R.2.415
; inf.δαῆναι Od.4.493
, IG 4.760 ([place name] Troezen), [dialect] Ep.δαήμεναι Il.21.487
; part.δαείς Sol.13.50
, A.Ch. 603, Pi.O.7.91 (for [tense] aor. δέδαον, ἔδαον, v. infr. 11): [tense] fut.δαήσομαι Od.3.187
: [tense] pf.δεδάηκα 8.134
, 146, part.δεδαώς 17.519
; also , Theoc.8.4, etc.:—learn, and in [tense] pf., know, ll.cc.: c. gen. pers., ἐμεῦ δαήσεαι wilt learn from me, Od.19.325: c. gen. rei,πολέμοιο δαήμεναι Il.21.487
;Ἄρεος εὖ δεδαῶτες D.P.1004
; σοφίης δεδαημένο Epic.Oxy.1015.20: c. acc. rei,φάρμακα Theoc.28.19
;ἄξια Μοισᾶν IG3.771
; ἀλεξητήρια νούσων ib.9(1).881 (Corc.); ἄκεσμα νόσου ib.14.1750; ἔργα Ἀθηναίης ib.12(5).30 ([place name] Sicinus); perceive,ἐδά ψυχάς B.5.64
; δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου felt the impulse of.., Pi.Fr. 166: abs., to one who knows,Id.
O.7.53.—Hom. has also inf. δεδάασθαι (perh. for δεδαέσθαι) search out, c. acc., Od.16.316.—The [tense] pres. in this sense is supplied by διδάσκομαι.II causal, teach, Hom. only in redupl. [tense] aor. 2 δέδαε he taught, c. dupl. acc.,ὃν Ἥφαιστος δέδαεν.. παντοίην τέχνην Od.6.233
, cf. 8.448, 23.160; , cf. Theoc.24.129 (v.l. ἔδαεν); [ per.] 3pl.δέδαον Hsch.
; also δάε, ἔδαε, A.R.1.724,4.989.—The [tense] pres. in this sense is supplied by διδάσκω. -
66 θαλάσσιος
θᾰλάσσ-ιος, later [dialect] Att. [suff] θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT 236: ([etym.] θάλασσα):—A of, in, on, or from the sea,οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614
;κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67
;θ. βίος Archil.51
;χέλυς Alc.51
; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28;Χάριτες Lyr.Adesp.85.11
; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl. 396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd. 298d, Arist.HA 487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers. 558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT 1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλάσσιος
-
67 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
68 μεγαίρω
A regard as too great: hence,I grudge one a thing as too great for him,μέγηρε γάρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων Il.23.865
; ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Orac. ap. Hdt.1.66.2 c. inf. pro acc. rei, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment.., Od.3.55, cf. h.Merc. 465: c. acc. et inf., μνηστῆρας.. οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια I complain not that.., Od.2.235;ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος.. μεγαίροι Theoc.7.101
: c. inf. only, ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω I object not to [your] burning them, Il.7.408: with inf. understood, τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (sc. διαπέρσαι) 4.54, cf. Call.Del. 163.3 c. dat. pers. only, feel a grudge towards,Δαναοῖσι μεγήρας Il.15.473
.4 abs., ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω I care not which, Od.8.206.5 c. gen. rei, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν.. Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας Poseidon baffled his spear grudging him the life [of Antilochus, Il.13.563;οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος A.Pr. 626
;μοι.. ἐμέγηρε τόκοιο A.R.1.289
.6 [voice] Pass., to be envied, AP9.645.10 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαίρω
-
69 μετέρχομαι
μετέρχομαι, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] πεδέρχομαι, Pi.N.7.74, Theoc.29.25: [tense] fut.Aμετελεύσομαι Il.6.280
(in [dialect] Att. the [tense] impf. and [tense] fut. are borrowed from μέτειμι, q. v.):— come or go among, c. dat. pl., Od.1.134, 6.222: freq. abs. in part., μετελθών if he came among them, Il.4.539, etc.; of a leader, στίχας.. Ἄρης ὄτρυνε μετελθών having gone between the ranks, 5.461, cf. 13.351.2 go among with hostile purpose, attack,λέων ἀγέληφι μετελθών 16.487
: with a double construction,βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν ἠὲ μετ' ἀγροτέρας ἐλάφους Od.6.132
.II go to another place,πόλινδε μετέρχεο Il.6.86
;μ. εἰς τὸ ἱερόν D.Ep.2.20
; εἰς θεοὺς μ., i.e. die, OGI56.55 (Canopus, iii B.C.); migrate, change one's abode, Hp.Aër.18, PRev.Laws44.11 (iii B.C.); of a slave, to be transferred, PCair.Zen.355.51 (iii B.C.).IV go to seek, go in quest of, c. acc. pers.,Πάριν μετελεύσομαι Il.6.280
, cf. Archil.44, etc.: also c. acc. rei, πατρὸς κλέος εὐρὺ μετέρχομαι I go to seek tidings of my father, Od.3.83: generally, seek, E.El. 582, etc.;τὴν ἐλευθερίαν Th. 1.124
;ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μ. Id.2.39
;τὸ πάγχρυσον δέρας Πελίᾳ μ. E.Med.6
;ἰατρόν τινι μ. Ar.Ec. 363
.2 in hostile sense, pursue, Il.5.456, 21.422: metaph.,Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον Hdt.3.126
;ἡ Πυθίη μ. αὐτὸν τοισίδε τοῖσι ἔπεσι Id.6.86
.γ; Προμηθέα κλοπῆς δίκη μετῆλθεν Pl.Prt. 322a
; in legal sense, prosecute,μ. φονέα Antipho 1.10
; punish,τινὰς ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις μ. Lycurg.116
: c. acc. rei, seek to avenge,ὑβρισθέντας γάμους E.IT14
: c. dupl. acc. pers. et rei, visit a crime upon..,μ. ἁρπαγὰς Ἑλένης Ἰλίου πόλιν Id.Cyc. 280
, cf. Or. 423; : later c. gen., J.AJ1.4.2, Longus 1.12.3 of things, go after, attend to,ἔργα μετερχόμενος Od.16.314
;μετέρχεο ἔργα γάμοιο Il.5.429
; prosecute, pursue a business, ;τὰ ἐγκλήματα Th.1.34
; , etc.; μ. ἄλλων πημάτων κακὰς ὁδούς narrate them, E. Ion 930;μ. ἴχνος Pl.Tht. 187e
.4 claim at law, προῖκα ὀφείλεσθαι Mitteis Chr.88.20 (ii A.D.); οἱ μετερχόμενοι the claimants, PGnom.35 (ii A.D.).5 approach with prayer or sacrifice,θεὸν εὐχαῖσιν E.Ba. 713
; : with inf. added, ἐγώ σε μ. τῶν θεῶν εἰπεῖν τὠληθές I beseech you by the gods to speak the truth, Id.6.68, cf. 69;πὲρρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι ὀμνάσθην Theoc.29.25
.6 court, woo a woman, Pi.I.7(6).7.2 of honours, pass, descend,εἰς τοὺς παῖδάς τινος IG12(9).906.20
(Chalcis, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέρχομαι
-
70 νεμεσίζομαι
A feel righteous indignation, Ζεῦ πάτερ, οὐ νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα; Il.5.872, cf. Od. 2.138: c. dat. pers.,Ἥρῃ δ' οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι Il.8.407
: c. dat. pers. et acc. rei, οὐ νεμεσίζῃ Ἄρῃ τάδε καρτερὰ ἔργα; 5.757: c. acc. et inf., to be angry or amazed that.., ;νεμεσιζέσθω δ' ἐνὶ θυμῷ Πάτ ροκλον.. μέλπηθρα γενέσθαι 17.254
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεμεσίζομαι
-
71 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5. -
72 πιφαύσκω
πιφαύσκω, redupl. form of φαυ- ([etym.] φαϝ-) (v. Φάω), only [tense] pres. and [tense] impf., [voice] Act.and [voice] Med.; [dialect] Ep.inf.Aπιφαυσκέμεν Od.11.442
:—[dialect] Ep.and Lyr. Verb (used also by A. in [voice] Act., v.infr.), make manifest, tell of,ἵπποι οὓς νῶϊν πίφαυσκε Δόλων Il.10.478
;ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον Od. 12.165
;θέσφατα π., ὅσα μήδεται.. Ζεύς h.Merc. 540
; ; proclaim,γᾷ ἐπισκήπτων πιφαύσκω B. 5.42
: metaph., λαμπτὴρ ἡμερήσιον φάος πιφαύσκων showing forth, A. Ag.23; τιάρας φάλαρον π. exhibiting, Id.Pers. 662 (lyr.): abs, ῥοίζησεν δ' ἄρα πιφαύσκων Διομήδεϊ making signal, Il.10.502.2 declare, utter,μηδ' οἱ μῦθον.. πιφαυσκέμεν Od.11.442
; ἔπος πάντεσσι π. 22.131;πείρατα μύθων Emp.17.15
.II [voice] Med., make manifest, show,ἀνθρώποισι π. τὰ ἃ κῆλα Il. 12.280
, cf. 21.333; make known, disclose, ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα π. Od. 15.518; οἷα Ζεὺς κακὰ ἔργα π. Il.15.97, cf. 16.12, Od.2.32, 162, Hes. Th. 655;ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτ έροισιν A.R.3.606
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιφαύσκω
-
73 σεμνός
A revered, august, holy:I prop. of gods, e.g. Demeter, h.Cer.1, 486; Hecate, Pi.P.3.79; Thetis, Id.N.5.25; Apollo, A.Th. 800; Poseidon, S.OC55; Pallas Athena, ib. 1090 (lyr.); at Athens the Erinyes were specially the σεμναὶ θεαί, Id.Aj. 837, OC 90, 458, Ar.Eq. 1312, Th. 224, Th.1.126, Autocl. ap. Arist.Rh. 1398b26; or simply Σεμναί, A.Eu. 383 (lyr.), 1041 (lyr.), E.Or. 410; τὸ σ. ὄνομα their name, S.OC41; σ. βάθρον the threshold of their temple, ib. 100; σ. τέλη their rites, ib. 1050 (lyr.).2 of things divine, ὄργια ς. h.Cer. 478, S.Tr. 765;θέμεθλα δίκης Sol.4.14
;ὑγίεια Simon.70
;θυσία Pi.O.7.42
; σ. ἄντρον the cave of Cheiron, Id.P.9.30, cf. O.5.18; σ. δόμος the temple of Apollo, Id.N.1.72; ; σέλμα σ. ἡμένων, of the Olympian gods, Id.Ag. 183 (lyr.); σ. ἔργα, of the gods, Id.Supp. 1037 (lyr.); , E.Hipp.25; τέρμων οὐρανοῦ ib. 746; σ. βίος devoted to the gods, Id. Ion 56; σεμνὰ φθέγγεσθαι, = εὔφημα, A.Ch. 109 (v.l.), cf. Ar.Nu. 315, 364; ἦ πού τι σ. ἔστιν ὃ ξυναμπέχεις; A.Pr. 521; τὸ ς. holiness, D.21.126.II of human or half-human beings, reverend, august,ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Hdt.2.173
, cf. A.Ch. 975, E.Supp. 384, al.;σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Pi.O.6.68
; ; αἱ φαυλότεραι.. παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται beside the great ladies, Ar.Ec. 617, cf. Isoc.3.42;οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.Phdr. 257d
; ἄνθρωπος οὐ ς., i.e. a nobody, Ar.Fr.52D.; opp. χαῦνος, Pl.Sph. 227b ([comp] Comp.); opp. κομψός, X.Oec.8.19;σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Isoc.9.44
: c. dat., revered by..,σ. πόλει Riv.Fil.57.379
([place name] Crete); also, worthy of respect, honourable, 1 Ep.Ti.3.8, 11, Ep.Phil. 4.8.2 of human things, august, stately, majestic, ; , cf. Ra. 1061 ([comp] Comp.);ταφή X.HG3.3.1
; πράγματα, ἔργα, Ar.V. 1472, Isoc.12.213;σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιῆσαι Is.5.45
; , cf. 29;ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Pi.N.7.22
;λεγόντων.. περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Hdt.7.6
; of Tragedy, Pl.Grg. 502b; of style, Arist.Po. 1458a21, cf.Rh. 1404b8 ([comp] Comp.); of certain metres, ib. 1408b32; ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι to imitate it in its noble qualities, Pl.Lg. 814e; σ. τι λέγειν, πράσσειν, Id.R. 382b, E.Tr. 447;σεμνὰ ἄττα μεμαθηκότας Pl.Ep. 342a
; οὐδὲν ς. nothing very wonderful, Arist.EN 1146a15; so τί ἂν εἴη τὸ ς. (sc. τοῦ νοῦ); Id.Metaph. 1074b18; worthy of respect, E.IA 996; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to.., Pl.Cra. 392a, Isoc.Ep.9.5.III in bad sense, proud, haughty,τὰ σέμν' ἔπη S.Aj. 1107
;σεμνότερος καὶ φοβερώτερος And.4.18
; τὸ ς. haughty reserve, E.Hipp.93, cf. Med. 216.2 in contempt or irony, solemn, pompous,σ. καὶ ἅγιον Pl.Sph. 249a
; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; look grave and solemn, E.Alc. 773;τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικόν Arist.Rh. 1406b7
: very freq. in Com.,ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin. 355
; ὡς σ. οὑπίτριπτος how grand the rascal is! Ar.Pl. 275;ὡς σ. ὁ κατάρατος Id.Ra. 178
; λόγοι ς. Id.V. 1175;σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19
. -
74 σχέτλιος
Aσχετλίη Il.3.414
, Od.23.150;σχέτλιαι 4.729
; rarely [full] σχέτλιος, ον E.IT 651 (lyr.): ( σχεθ-εῖν, v. Σχέθω).I of persons, able to hold out, unwearying, unflinching,σ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις Il.10.164
;σ. εἰς, Ὀδυσεῦ· περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα κάμνεις Od.12.279
.2 mostly in bad sense, flinching from no cruelty or wickedness, merciless, headstrong, in Hom. mostly of heroes, as Achilles, Il.9.630, 16.203; Hector, 17.150, 22.86; Patroclus, 18.13; Odysseus, Od.11.474, al.; Heracles, Il.5.403;σ., οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ' Od.21.28
; of the Cyclops, 9.351, 478; of Zeus, Il.2.112, Od. 3.161; of the gods generally, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, Il.24.33, Od.5.118; of Cronos, Hes.Th. 488; of Odysseus and his companions,σχέτλιοι, οἳ.. Od.12.21
; of women, 4.729, al.: so also in [dialect] Att. of men, wicked, πῶς ἂν ἄνθρωποι -ώτεροι ἢ ἀνομώτεροι γένοιντο; Antipho 6.47, cf. D.30.36;- ώτατος And.1.124
, Isoc.5.103, etc.;σ. καὶ ἀναιδής D.19.16
, etc.; of wild beasts, ὅσα σ. καὶ ἀνιηρά savage, Hdt.3.108.3 miserable, wretched, A.Pr. 644; freq. with a notion of contempt, O most wretched fool!Hdt.
3.155; , 930, E. Alc. 824;ὦ σχετλία S.Ant.47
: sts. c. gen., ὦ σχετλία.. τῶν πόνων because of sufferings, E.Hec. 783, cf. Alc. 741 (anap.), Andr. 1179 (lyr.). --This sense of miserable never occurs in Hom.; in Il.3.414, 18.13, the sense of headstrong should be retained.II of things, first in Od., ὕπνος ς. cruel sleep, during which Odysseus was betrayed by his companions, 10.69; and in the phrase σ. ἔργα, cruel, shocking, abominable doings, 9.295, 22.413 (= ἀτασθαλίαι v. 416); opp. δίκη and αἴσιμα ἔργα, 14.83, cf. Hes.Op. 238, Thgn.733, Hdt.6.138, etc.;σ. πέπονθα πράγματα Ar.Pl. 856
;τοῦτο δὴ τὸ σ. πάθημα X.An.7.6.30
; also σχέτλια alone,σχέτλια παθεῖν E.Supp. 1074
(lyr.), IA 932, etc.;σ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Pl.Grg. 467b
;σ. καὶ δεινά Ar.Ra. 612
;δεινὰ καὶ σ. πείσεται Isoc.18.35
, cf. E.Cyc. 587; shocking,h.Ven.
254;σ. γε Ar.Lys. 498
(anap.);ὃ δὲ πάντων -ώτατον Isoc.6.56
; also σχέτλια [ἐστί], c. acc. et inf., hard, S.Aj. 887 (lyr.).III Adv.- ίως Isoc.19.31
: [comp] Sup. - ιώτατα f.l. in S.Tr. 879. [Hom. always puts σχέτλιος emphatically at the beginning of a line, exc. once in fem., Il.3.414; and twice in neut., Od.14.83, 22.413. He always uses the [ per.] 1st syll. long, exc. in Il.3.414, where σχετλίη has the first syll. short, as in E.Andr. 1179 (lyr.), Cyc. 587, al., and Ar. ll.cc.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχέτλιος
-
75 τελέω
Aτελέοντες Od.3.262
, cf. 4.776, al.,τελείει 6.234
, 23.161): [dialect] Ep. [tense] impf.τέλεον Il.23.373
, 768;ἐτέλειον 9.456
, 15.593; [dialect] Ion. , Fr. 434;τελέεσκον Q.S.8.213
: [tense] fut.τελέσω Pi.N.4.43
, X.Cyr.8.6.3, ([etym.] δια-) Pl.R. 425e codd., D.21.66 codd. (- τελῶ Cobet in both places), PAvrom.2A9 (i B.C.); [dialect] Ep. also τελέω, Il.8.415, 12.59, Od.2.256, etc.; [dialect] Att. , Ar.Ra. 173, Pl.Prt. 311b: [tense] aor. ([etym.] ἐ)τέλεσα Od.5.390
; [dialect] Ep. τέλεσσα andἐτέλεσσα Il.246
, Il.12.222, 23.543, 559, al. (inf.τελέσσαι Pi.P.3.9
); [dialect] Att.ἐτέλεσα Th.4.78
, etc.: [tense] pf. , ([etym.] δια-) D.18.203:—[voice] Med., [tense] fut. (v. infr.): [tense] aor.ἐτελεσάμην Id.38.18
, etc.; [tense] pf.τετέλεσμαι Inscr.Prien.11.34
(iii B.C.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] impf.ἐτελείετο Il.1.5
: [tense] fut.τελεσθήσομαι Thphr.Char.16.12
; [tense] fut. [voice] Med. in this sense, , Ag.68 (anap.), etc.,τελέεσθαι Il.2.36
,τελεῖσθαι Od.23.284
; part.τελεόμενος Hdt.1.206
,τελεύμενος Id.3.134
: [tense] aor.ἐτελέσθην Od.4.663
, etc.; [dialect] Aeol. inf.τελέσθην Sapph. Supp.1.4
: [tense] pf.τετέλεσμαι Il.18.74
, etc.: [tense] plpf.τετέλεστο 19.242
: Cret. [tense] pf. part.τετελημένος GDI4963
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. τετέληνται dub. in SIG 1024.22 (Myconus, iii/ii B.C.): ([etym.] τέλος):—fulfil, accomplish, execute, perform, freq. in Poets from Hom. downwds., less freq. in Prose (except in signfs. 11 and 111);τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Od.2.272
, cf. Il.1.108, 523, etc.;τ. φιλοτήσια ἔργα Od.11.246
; μ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἐτέλεσσαν but did it not, 13.212;τ. ἀέθλους 3.262
;πόνον 23.250
;πύματον δρόμον Il.23.373
;ὁδόν Od.2.256
, Mimn. 11; sts. withoutὁδόν, ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.325
;ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον ἀνὴρ εὔζωνος ἑνδεκαταῖος τελεῖ Th.2.97
; ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐςΦάρσαλον ἐτέλεσε Id.4.78
; κίνδυνον τελέσσαι perform a dangerous feat, Epich.99; ;δίδυμα κακά A.Th. 782
(lyr.);προστάγματα Pl.Lg. 926a
, cf. d:—[voice] Pass., Hdt.1.206; καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστί, = τελεῖσθαι δύναται, Od.5.90, Il.14.196;τετέλεστο δὲ ἔργον 7.465
; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', 19.242;ἐάνπερ ἐπὶ λόγῳ ἔργα τελῆται Pl. R. 389d
, cf. Plt. 288c;γραφὴ τῶν τετελεσμένων ἔργων PPetr.3p.340
(iii B.C.);τετέλεσται Ev.Jo.19.30
(cf. 28).2 fulfil one's word, τ. ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν, Il.14.44, Od.4.776, 10.483;τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il.23.20
; τελέσαι κότον, χόλον, glut one's fury, wrath, 1.82, 4.178: also, grant one the fulfilment or accomplishment of anything, τ. νόον τινί fulfil his wish, 23.149, cf. Od.22.51;τ. ἐέλδωρ Hes.Sc.36
; (lyr.); κατάρας ib. 724 (lyr.); rarely c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι he succeeded not in.., Il.12.222 (cf.ἀνύω 1.6
):—[voice] Pass., to be fulfilled, 2.36, 330, al.: esp. [tense] pf. part., [μῦθος] τετελεσμένος ἐστί Il.1.388
, cf.h.Ven.26; elsewh. in Hom. only neut.,τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Il.1.212
, cf. 8.286, al.:—[voice] Med., τελέσασθαι δίκην bring a suit to issue, D.38.18, cf. 39.18 ([voice] Pass.).3 grant in full, work out,ἀγαθόν τινι, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Od.2.34
;νόστον 15.112
; ;τ. λυγρά 18.134
;γῆρας ἄρειον 23.286
;κακὰ κήδεα τ. τινί Il.18.8
, cf. Od.4.699, 18.389, S. Ant.3; θεῶν τελεσάντων (sc. αὐτό) Pi.P.10.49;εὖ τελεῖ θεός A. Th. 35
.4 ὅρκια τελεῖν make an oath effective, Il.7.69: later, execute a legal document, δημόσιος χρηματισμὸς τετελεσμένος δι' ἐπιτηρητῶν ἀγορανομίας Mitteis Chr.200.10 (iii A.D.), cf. POxy.290.22 (i A.D.), etc.5 bring to fulfilment or perfection,ἀρετὰν.. πεπρωμέναν τελέσει Pi.N.4.43
; τ. τινά bless him with perfect happiness, Id.I.6(5).46 (dub.); soτετελεσμένον ἐσλόν Id.N.9.6
;τελεσθεὶς ὄλβος A.Ag. 751
(lyr.): also, bring a child to maturity, bring it to the birth, E.Ba. 100 (lyr.).b with an Adj. added, ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ makes perfectly gentle, Men.Mon.41.6 bring to an end, finish, end, Lyr.Alex. Adesp.21.2
.7 of Time,ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ.. τέλεσ' Ἠώς Od.5.390
; βίον τ. Simon.36, S.Ant. 1114; πολλοὺς τρόχους ἡλίου ib. 1065;τελευτὴν τοῦ βίου Id.Tr.79
; also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th. 799:—[voice] Pass.,περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470
, cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib. 795; ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Arist.HA 581a14, cf. Metaph. 994a26; of men, come to one's end,οἴμοι.. δεσπότου τελουμένου A.Ch. 875
(s. v.l.).8 sts. intr., like the [voice] Pass., come to an end, be fulfilled, turn out, οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῖ ib. 1021, cf. Pers. 225 (troch.), S.El. 1417 (lyr.): later = τελέθω, to be,φύσει τελῶν μνησίκακος Tz.H.2.83
, al.II pay what one owes, what is due,λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156
, 298 (unless this means ' will administer good laws'); νῆας.. αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα ἄστε' ἐπ' ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι bring supplies of everything, Od. 9.127: generally, pay, present, δῶρα, δωτίνην, Il.9.598, Od.11.352;μισθόν Il.21.457
, Eup.4; ;ἀργύριον.. μισθόν Id.Prt. 311d
;δύο δραχμὰς μισθόν Ar.Ra. 173
: metaph.,τ. ὕμνον Pi.P. 1.79
, 2.13; τ. ψυχὰν Ἀΐδᾳ, i.e. die, Id.I.1.68.b esp. pay tax, duty, toll,φόρον Pl.Alc.1.123a
;τὰ τέλη Cratin.Jun.9.5
, Arist.Ath. 55.3, cf. Pl.Lg. 847b; τ. μετοίκιον pay the tax of a μέτοικος, ib. 850b;ἱππάδα Is.7.39
;θητικόν Arist.Ath.7.4
, Lex ap. D.43.54;ξενικά D.57.34
;συντάξεις Aeschin.3.91
; freq. in Papyri,οἱ τελοῦντες τὰ καθήκοντα εἰς τὸ βασιλικόν PTeb.5.174
(ii B.C.), etc.; τ. σῖτον pay one's contribution of corn, X.HG5.3.21: abs., pay tax, IG12.1.2,3, Hdt.2.109:—[voice] Pass., of money, etc., to be paid, Id.9.93; of persons, to be in receipt of rent,χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι D. Prooem.55
.2 lay out, spend,χρήματα μεγάλα Hdt.3.137
, Pl. Ap. 20a, cf. X.Cyr.8.1.13:—[voice] Pass., to be spent or expended, Hdt.2.125; ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα laid out upon the dinner, Id.7.118; ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ ib. 187, cf. Pl.Lg. 955e.3 since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to belong to a class, to be reckoned among, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.2.51, 6.108; εἰς ἀστοὺς τ. become a citizen, S.OT 222; εἰς ἄνδρας τ. come to man's estate, Pl.Lg. 923e; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τ. become a woman instead of a man, E.Ba. 822; ἕκαστος ἡμῶν ὑπό τινα τελεῖ δαίμονα ὃς πάσης ἡμῶν τῆς ζωῆς ἐπάρχει belongs.., Herm. in Phdr.p.93 A.4 from the last sense perh. may be expld. the phrase, κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.3.34 ( τελέσαι om. cod. E, secl. Hude).III initiate in the mysteries, τινα Pl.Euthd. 277d; ; τυμπανίζειν καὶ τ. Plu.2.60a;τ. τῷ Διονύσῳ Milet.6.23
:—[voice] Pass., to have oneself initiated, Ar.Nu. 258;τετελεσμένος Pl.Phd. 69c
, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene), etc.;ἐτέλεις, ἐγὼ δ' ἐτελούμην D.18.265
; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, initiated in his mysteries, Hdt.4.79; , cf. X.Smp.1.10: c. acc.,Βακχεῖ' ἐτελέσθη Ar.Ra. 357
(anap.);τελέους τελετὰς τελούμενος Pl.Phdr. 249c
, cf. 250b; alsoτ. μεγάλοισι τέλεσι Id.R. 560e
.b in Magic, endow a thing with potency, consecrate it, PMag.Par.1.1744, PMag.Lond.46.242, 121.590, Sch.Ar.Pl. 884.2 metaph., τελεσθῆναι στρατηγός to be formally appointed general, D. 13.19; τετελεσμένος σωφροσύνῃ a votary of temperance, X.Oec.21.12.3 also of sacred rites, perform, , cf. IT 464 (anap.);θυσίαν τοῖς θεοῖς D.S.4.34
, cf. Plu.Thes.16;ὄργια IG14.1183
([place name] Rome), Paus.4.14.1; γάμον, γάμους, Call.Ap.14, Lyc. 1387:— [voice] Pass., Pl.Lg. 775a.4 [voice] Pass., of women, to be married, GDI3721.5,9 ([place name] Cos). -
76 χωματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωματικός
-
77 ἀγαίομαι
I in bad sense (cf.ἄγη 11
),1 c. acc. rei, to be indignant at,ἀγαιομένου κακὰ ἔργα Od.20.16
: look on with jealousy or envy,οὐδ' ἀγαίομαι θεῶν ἔργα Archil.25
.2 c. dat. pers., to be wroth or indignant with,τῷ.. Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται Hes.Op. 333
;ἀγαιόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ Hdt.8.69
(cf. Sch. Od.20.16).II in good sense, admire, τι Opp H.4.138; abs. in part., A.R.1.899, 3.1016;οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διός Orph.Fr. 204
;ἀγαίετο θυμός Hes.Fr.81.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαίομαι
-
78 ἀποδείκνυμι
ἀποδείκ-νῡμι (and [suff] ἀποδεικ-ύω X.Smp.8.20, Plb.7.14.3), [dialect] Ion. [suff] ἀποδεικ-δέκνῦμι GDI5653b14 (Chios, v B. C.), [tense] fut. -δείξω, [dialect] Ion. - δέξω:—A point away from other objects at one, and so:I point out, display, make known, whether by deed or word,σφι γνώμας Hdt.1.171
,al.;τάφους καὶ συγγένειαν Th.1.26
;ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων A.Ag. 727
;ἀρετήν Hyp.Epit.29
;τὰ τῆς τεχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9
; proclaim, τὴν ἡμέρην GDI l. c.;—[voice] Pass.,τῶν οῠρων ἀποδεχθέντων SIG134b22
(Milet., iv B. C.).2 bring forward, produce,μαρτύρια τούτων Hdt.5.45
;πολλοὺς παῖδας Id.1.136
, cf. S.OT 1405, Isoc.19.6, X.Cyr. 1.2.5;ἐπόχους 8.1.35
;ἀ. τρόπαια And.1.147
;χρήματα πλεῖστ' ἀ. ἐν τῷ κοινῷ Ar.Eq. 774
;μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14
(v.l. ἐπέδειξεν): c. part., ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀ. produce him safe and sound, Hdt.3.130, cf. 134.5 appoint, assign,τέμενος ἀ. τινί Hdt.5.67
, 89;βωμόν τινι Id.7.178
;ἓν βουλευτήριον Th.2.15
; γῆς ὅρους ib.72; τὴν τρίτην ἀ. ἐκκλησίαν to fix, prescribe it, D.24.25:—[voice] Pass.,τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153
; .b c. inf., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια whence they appointed that they should receive.., X.An.2.3.14:—[voice] Pass., τοῖσι ἀποδεδέχθαι.. ἕλκειν (impers.) it had been appointed them to draw, Hdt.2.124.6 show by argument, prove, demonstrate, Ar.Nu. 1334, Arist.AP0.75b37, etc.;ἀ. σαφεῖς τὰς ἀποδείξεις And.2.3
;ἀ. ὡς.. Ar.V. 548
, Pl.R. 472d; ὅτι .. Id.Prt. 323c, etc.; πότερον.. ἢ .. Id.Alc.1.114b: c. dupl. acc., prove one so and so, , etc.;τοιούτους τινάς Hp.Decent.4
: folld. by part.,ἀ. λόγῳ.. οὐδὲν μετεόν Hdt.5.94
; ἀ. τινὰ λέγοντα οὐδέν make it evident that.., 7.17, cf. 2.133.II show forth a person or thing as so and so, hence:1 appoint, proclaim, create,ἀ. τινὰ στρατηγόν X.An.1.1.2
, al.: c. inf.,στρατηγὸν εῖναι Hdt.5.25
; ἀ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν ib.29;ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ θεός 2 Ep.Thess.2.4
:—[voice] Pass., to be so created, Hdt.1.124, 162; ;ἀπεδέχθη εῖναι ἵππαρχος 7.154
;αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7
(i A. D.); ὕπατος ἀποδεδειγμένος, = Lat. consul designatus, OGI379.5 ([place name] Tiflis), etc.2 make, render, mostly with an Adj., ἀ. τινὰς μοχθηροτάτους make them finished rascals, Ar.Ra. 1011;ἀ. κρατίστους τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23
;γοργότερον ἀ. τὸν ἵππον Id.Eq.1.10
;ζῷον ἀγριώτερον Pl.Grg. 516b
: with a Subst.,γέλωτα ἀ. τινά Id.Tht. 166a
, cf. Phd. 72c: c. part., ;ἀ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Pl.Smp. 179c
:—[voice] Pass., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι declared enemies, X.An.7.1.26, cf. D.23.200.3 represent as,ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143
, cf. Lys.32.17:— [voice] Pass., is represented, considered as..,Hdt.
1.136; οὐδὲ.. οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται have not been considered, admitted among.., 2.43:—these two last examples may be pass. usages of ἀποδέχομαι.4 c. inf., ordain a thing or person to be, X.Oec.7.30,Lac.10.7.B [voice] Med., show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην deliver one's opinion, Hdt.1.170, 207, cf. Th.1.87; alsoἀ. μεγάλα ἔργα Hdt.1.59
, al.; ἀξιαπηγητότατα ib.16; οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ib. 174; ἀ. ἀρετάς display high qualities, Pi.N.6.49 (cf. supr. A. 1.2);πνεύματα εἰς ἄλληλα στάσιν.. ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1088
; of buildings and the like ,μνημόσυνα ἀ. Hdt.2.101
;χώματα ἀξιοθέητα 1.184
; οὐδεμίαν στρατηΐην ἀ. not to have any military service to show, 2.111:—[voice] Pass., ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ.. ἀποδεχθέντα Id. Prooem., cf. 9.27.2 [voice] Med. in act. sense, ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι had declared that.., X.An.5.2.9.C [voice] Pass., v. supr. 1.5, 11.1,2,3: [tense] aor. ἀπεδείχθην is always [voice] Pass., as Hdt.7.154; and so mostly [tense] pf. ἀποδέδειγμαι, 1.136, Antipho 2.4.10, X.An.7.1.26; but the part. of the latter is sts. [voice] Act., v. supr. B.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδείκνυμι
-
79 ἀργύρειος
ἀργῠρ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργύρειος
-
80 ἄντιτος
A = παλίντιτος, requited, revenged, ἄ. ἔργα the work of revenge, Od.17.51,60; ἄ. ἔργα παιδός revenge for her son, Il.24.213, cf. Call.Iamb. 1.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄντιτος
См. также в других словарях:
ἐργᾷ — ἐργάζομαι work fut ind mp 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔργα — ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα. — (κοὐκ ἐκκλησίαι). См. Знай, баба, свое кривое веретено … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοὖργα — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl ὄργᾱ , ὀργάω to be getting ready to bear pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαμένους — ἐργᾱμένους , ἐργάζομαι work fut part mp masc acc pl (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔργ' — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek