Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χέλυς

См. также в других словарях:

  • χέλυς — υος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες αρχ. 1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.) 2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν» …   Dictionary of Greek

  • χέλυς — χέλῡς , χέλυς tortoise fem acc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom/voc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελύων — χέλυς tortoise fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυας — χέλυς tortoise fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυες — χέλυς tortoise fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυος — χέλυς tortoise fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHELYDRI — serpentum genus, apud Sohn. c. 2. Calabria chelydris frequentissima; et Virg. Georgic. l. 2. v. 214. nigris exesa Chelydris Creta. l. item 3. v. 415. Disce et odoratum stabulis accendere cedrum, Galbaneoque agitare graves nidore chelydros: iidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χελεύς — έως, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χέλυς, κιθάρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • χελούω — Α (κατά τον Ησύχ.) βήχω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω] …   Dictionary of Greek

  • χελύσσω — και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α 1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη 2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό τού λ για …   Dictionary of Greek

  • χέλυι — χέλυϊ , χέλυς tortoise fem dat sg χέλυς tortoise fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»