Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θητικόν

См. также в других словарях:

  • θητικόν — θητικός of masc acc sg θητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθητικόν — παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory masc acc sg παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»