-
1 ἔμπεδον
1 constantlyὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34
ἑ]ορταὶ ἔμπεδο[ν (supp. Lobel.) Θρ. 4. 15. -
2 εμπεδον
adv.1) непоколебимо(μένειν Hom.)
2) неизменно, постоянно, непрерывно(θέειν Hom.; χαίρειν Pind.)
3) твердо, уверенноἴσθι τόδ΄ ἔ. Soph. — будь в этом уверен
-
3 Έμπεδον
-
4 Ἔμπεδον
-
5 έμπεδον
-
6 ἔμπεδον
-
7 εμπεδόν
ἐν-μέτειμι 1sum: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐν-μέτειμι 1sum: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
8 ἐμπεδόν
ἐν-μέτειμι 1sum: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐν-μέτειμι 1sum: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
9 ἔμ-πεδος
ἔμ-πεδος, fest im Boden, fest auf seinem Platze, feststehend, unumstößlich; τεῖχος Il. 12, 12; μένος 5, 254; ἴς Od. 11, 393; τέλος Pind. N. 7, 57; σίνος ἐσϑημάτων, fest daran haftend, Aesch. Ag. 547; χρησμοί Eur. El. 399; ὅρκος I. T. 758; übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, er ist nicht mehr in gewohnter Sinnesart, Soph. Ai. 626; μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν, die treu bleiben, Ant. 169, was an ἔμπ. ἦτορ Il. 10, 94, φρένες 6, 352, νοῠς 11, 813, den unerschütierlichen, stets sich gleichbleibenden Sinn erinnert; Priamus heißt ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων 20, 183. Von der Zeit, beständig, fortdauernd; φυλακή Il. 8, 521; κομιδή Od. 8, 453; δουλοσύνη Pind. P. 12, 14; πόνον ἔμπεδον εἴχομεν Soph. O. C. 1670. – Das neutr. ἔμπεδον u. ἔμπεδα adverbial, ἔμπεδον μένειν, Stand halten, im Ggstz der Flucht, Il. 5, 527; ὥςτε στήλη 17, 434; ϑέειν ἔμπ., immerfort, ununterbrochen laufen, 13, 141 u. öfter; χαίρειν Pind. P. 10, 34; a. D.; oft verstärkt, ἔμπεδον αἰεί; μάλ' ἀσφαλέως ϑέει ἔμπ. Od. 13, 86; ἔμπεδα Nic. Th. 4; ἔμπεδα ἐπένευσε Diod. 2 (VI, 243). Eigtl. adv. ἐμπέδως; μένειν, ἔχειν, Aesch. Ag. 828 Eum. 321; εἰρηκέναι λόγους Soph. Tr. 487; auch in Prosa; οἶδα, sicher, Plat. Ax. 372 a; μένειν ἐν ταῖς σπονδαῖς Pol. 2, 19, 1. S. oben auch ἐμπεδής. – Luc. Lexiph. 10 braucht von πέδη abgeleitet ἔμπεδος für »gefesselt«, in Fesseln.
-
10 ΜΈΝω
ΜΈΝω, fut. μενῶ, ep. μενέω, aor. ἔμεινα, perf. μεμένηκα, μένεσκον, Her. 4, 42 (vgl. auch μάμνω), maneo, – 1) bleiben; – a) Stand halten, in der Schlacht, im Kampf, im Ggstz von fliehen; οὐδ' ἴφϑιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλ' ἐφόβηϑεν πάντες, Il. 16, 659, vgl. 8, 79. 19, 310; im Ggstz von φεύγειν, Xen. Cyr. 2, 1, 9; ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, Il. 24, 658; oft mit τλῆναι verbunden, δύντα δ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης, 19, 308; δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν, Soph. Phil. 1256. – b) übh. bleiben, an der Stelle, wo man ist; αὖϑι μένω μετὰ τοῖσι – ἠὲ ϑέω μετὰ σ' αὖτις, Il. 10, 62; ἐν δήμῳ, 9, 634; οἴκοι u. ä. oft; ἔντοσϑε, Hes. Th. 598; παρὰ ματρί, Pind. P. 5, 186; ἐν δόμοις, N. 3, 41; σὸν δ' αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων, Aesch. Spt. 214; übertr., μένει τὸ ϑεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί, Ag. 1054; vgl. Soph. οὐ γάρ ποτε μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν ἀλλ' ἐξίσταται, Ant. 559; μενῶν δόμοις, O. R. 1291; auch ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον εἰς δόμους μένειν, Ai. 80; μένε ἐπὶ στρωτοῦ λέχους, Eur. Or. 313; κατ' οἶκον, I. A. 656; αὐτοῦ, Her. 8, 62; u. sonst in Prosa, ἐν τῷ αὐτῷ τιμήματι, Plat. Legg. V, 744 c, κατὰ χώραν, Tim. 83 a (vgl. unter d), ἐν ταὐτῷ, Euthyd. 288 a; mit Hervorhebung des Gegensatzes der Bewegung, μὴ μένοντες, ἀλλὰ βαδίζοντες, Euthyphr. 15 b; μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες, Lach. 191 e; μένοντά τε καὶ φερόμενα, Phaedr. 261 d; auch ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι, ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ, Rep. VI, 494 a V, 466 c; – οἱ μένοντες, die Zurückbleibenden, im Ggstz der Vorrückenden, Xen. An. 4, 4, 19. – Dagegen μένειν ἀπό τινος, von Etwas fern-, wegbleiben, Il. 2, 292. 18, 64. – c) auch mit dem Nebenbegriff der Unthätigkeit, verweilen; Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει, Il. 14, 367, vgl. 9, 318. 11, 666; π οῖ γὰρ μενεῖς ῥᾴϑυμος, Soph. El. 946; μένειν ἐπὶ τούτων, dabei sich ruhig verhalten, sich beruhigen, im Ggstz von προςπεριβάλλεσϑαι, Dem. 4, 9. – d) von leblosen Dingen, feststehen; ὥςτε στήλη μένει ἔμπεδον, Il. 17, 434; ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός, Pind. N. 6, 4; ὁ νόμος μένει, Eur. I. T. 959; κατὰ χώρην, vom Eide, unverändert bleiben, seine volle Kraft behalten, Her. 4, 201; vgl. Eur. Andr. 1001; Plat. εἴπερ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα, Gorg. 480 h; μεινάσης τῆς πολιτείας, Legg. VI, 753 b; αἱ σπονδαὶ μενόντων, Xen. An. 2, 3, 24. – 2) warten, harren; mit folgdm acc. c. inf., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλϑέμεν; wartet ihr, daß die Troer herankommen? Il. 4, 247; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλϑεῖν, sie warteten, bis der Abend herankomme, Od. 1, 422; μένον εἵματα τερσήμεναι, 6, 98; οὐδ' ἔμειν' ἐλϑεῖν τράπεζαν, bis die Speisen kämen, Pind. P. 3, 16; ähnl. μένω δ' ἀκοῦσαι, zu hören harre ich, Aesch. Eum. 647; δίκης γενέσϑαι τῆςδ' ἐπήκοος μένω, 702. – 3) c. acc., – a) den Feind im Kampfe abwarten, den Angriff aushalten, ohne zu weichen, den Feind bestehen, aushalten; ἃς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδ' ἐφέβοντο, Il. 5, 527; Ἀργεῖοι οὐκ ἐλάϑοντο ἀλκῆς, ἀλλ' ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους, 13, 836; οὐκ ἂν δὴ μείνειας αὐτόν; könntest du nicht Stand halten gegen ihn? 3, 52; auch σῦς, ὅςτε μένει κολοσυρτὸν ἀνδρῶν, 13, 471, u. ὡς δὲ δράκων ἄνδρα μένῃσι, 22, 93; τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ, Aesch. Spt. 418, vgl. Pers. 239; – b) abwarten, erwarten; von Pferden, ὄφρ' ἔμπεδον αὖϑι μένοιεν νοστήσαντα ἄνακτα, Il. 13, 37; μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας, Od. 15, 346; ὅςτις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Aesch. Spt. 376; auf Einen warten, ihm bevorstehen, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύϑερον μένει, Ch. 101, vgl. Eum. 515; οἵαν σε μένει πυϑέσϑαι παιδὸς δύςφορον ἄταν, Soph. Ai. 628; ἀλλά τοι ϑεῶν ἀρὰ μενεῖ σ' ἀπιστήσαντα, Tr. 1230; οὐκ οἶδα οἷά νιν μένει παϑεῖν, Eur. Troad. 431; ἡμέρας μεῖναι φάος, das Tageslicht abwarten, Rhes. 66; ξίφος μενεῖ σε μᾶλλον ἢ τοὐμὸν λέχος, Mel. 809; τρεῖς ἡμέρας ἐπέσχον τοὺς Ἰλλυρίους μένοντες, Thuc. 4, 124; τοὺς ὁπλίτας, auf die Schwerbewaffneten warten, Xen. An. 4, 4, 20; μενοῦμεν τούτους, ἕως ἂν ἔλϑωσιν, Plat. Legg. VIII, 833 c; – Sp. – Adj. verb. μενετέον; Plat. Rep. I, 328 b; Xen. Hell. 3, 2, 9; auch μενητέον, vgl. Lob. zu Phryn. 446.
-
11 ἀ-σφαλής
ἀ-σφαλής, ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅϑι φασὶ ϑεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάϑρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παϑεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παϑεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως ϑέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως ϑέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευϑῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωϑήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
-
12 ἔμπεδος
1 constant, lastingλυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν P. 12.14
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε pr. N. 7.57 μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (proleptic c. ἕρπων) Πα. 2. 2. λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” pr. Pae. 4.49 -
13 ἔμπεδος
2 mostly of qualities, etc., steadfast, μένος, ἴς, Il.5.254, Od.11.393; φρένες, ἦτορ, νόος, Il.6.352, 10.94, 11.813; χρὼς ἔ. 19.33; of a person, ἔ. οὐδ' ἀεσίφρων (of Priam) 20.183; λίσσεται ἔμπεδον εἶναι [τὴν πομπήν] prays that it may be sure and certain, Od.8.30, cf. Pi.N.7.57;δίκη δέ τοι ἔ. ἔστω καὶ θέμις A.R.4.372
, etc.; once in A., ἔ. σίνος a cleaving or clinging mischief, Ag. 561;ἔ. φρονήματα S.Ant. 169
; συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. continuing steadfast in.., Id.Aj. 640 (lyr.);ἔμπεδα φωνεῖν Nic.Th.4
: [comp] Comp.-ώτερος, νόος Luc.Salt. 85
.3 of Time, lasting, continual,φυλακή Il.8.521
;κομιδή Od.8.453
;αἰών Emp.17.11
;δουλοσύνα Pi.P.12.14
;χρῆμα Simon.85.1
(s.v.l.); (lyr.).II neut. ἔμπεδον as Adv. (freq. in Hom.), στήλη μένει ἔ. stands fast, Il.17.434; Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔ. firmly, 5.527; θέειν ἔ. run on and on, run without resting, 13.141;ἔ. βρύουσα B.12.178
; strengthd.,ἔ. αἰέν Il.16.107
;ἔ. ἀσφαλὲς αἰεί 15.683
; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔ. Od.13.86: pl., τίκτῃ δ' ἔμπεδα μῆλα the flocks bring forth without fail, 19.113; firmly,AP
9.291 (Crin.): in Trag., ἴσθι τόδ' ἔμπεδον of a surety, S. Ph. 1197 (anap.); more freq. regul. Adv. ἐμπέδως continually, Semon. 7.20 (nisi leg. - πεδῶς, cf. ἐμπεδής): so in Trag., constantly, firmly, A.Ag. 854, 975, Eu. 335 (lyr.), S.Tr. 487; also in later Prose, ἐ. οἶδα of a surety, Pl.Ax. 372a; ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐ. Plb.2.19.1, Porph. Abst.2.41.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπεδος
-
14 ΔΊω
ΔΊω, nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσϑαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v. l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχϑην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσϑαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι ϑρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴϑωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσϑαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταϑμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαϑείης βένϑεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων ϑέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καϑ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσϑαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασϑαι, δίομαι δ' ἀντία φάσϑαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
-
15 δίδυμος
δίδυμος, η, ον, auch 2 Endgn, αἱ δίδυμοι, Pind. P. 4, 209, wie Plat. Legg. III, 691 d; doppelt, zweifach; von δύο mit Reduplication? oder von δι- (δίς δύο) und δύεσϑαι, vgl. ἀμφίδυμος, νήδυμος? Bei Homer zweimal: Iliad. 23, 641 von den Aktorionen οἱ δ' ἄρ' ἔσαν δίδυμοι' ὁ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ', ὁ δ' ἄρα μάστιγι κέλευεν, d. h. sie waren zusammengewachsen, ein Doppelleib; Scholl. vs. 638. 639 Ἀρίσταρχος δὲ διδύμους ἀκούει οὐχ οὕτως ὡς ἡμεῖς ἐν τῇ συνηϑείᾳ νοοῠμεν, οἷοι ἦσαν καὶ οἱ Διόσκουροι, ἀλλὰ τοὺς διφυεῖς, δύο ἔχοντας σώματα, Ἡσιόδῳ μάρτυρι χρώμενος, καὶ τοὺς συμπεφυκότας ἀλλήλοις. οὕτως γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ' αὐτῶν σαφηνίζεσϑαι ἄριστα; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 26 Διδυμάονε δίδυμοι ἀδελφοὶ οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν. οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται. Vgl. s. v. Διδυμάων u. s. Lehrs Aristarch. p. 179. Odyss. 19, 227 αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι; auch diese Stelle erklärte man im Alterthum analog der Stelle Iliad. 23, 641, δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί, Scholl. διδύμοισι: διπλαῖς, ἢ συμφυέσι περόναις. – Folgende: χερὶ διδύμᾳ Pind. p. 2, 9, u. öfter; Plat. Tim. 77 d u. sonst; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder, Pind. N. 1, 36, wie ἀδελφός, Dem. 25, 79; so oft bei Att.; γενέσεις διδύμους γεννησάμενος Plat Critia. 113 e; auch δίδυμα, Arist. H. A. 7, 4. – Bei Galen. u. Philodem. 8 (v, 126) sind οἱ δίδυμοι die zwei Hoden.
-
16 ἄ-λυτος
ἄ-λυτος, unauflöslich, Hom. dreimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 360 πεῖραρ ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε, 37 πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖϑι μένοιεν, Od. 8, 275 δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖϑι μένοιεν; – Aesch. Prom. 154; κύκλος Pind. P. 4, 2154 ἄλλυτον λίνον Theocr. 27, 16; vgl. Arist. Meteor. 4, 6; – dah. unendlich, Soph. El. 223; öfter in Anth. – Adv., Plat. Tim. 60 c.
-
17 εμπεδα
-
18 μένω
Aμενέμεν Il.5.486
; Arc. [tense] pres. part. (Tegea, iv B.C.); [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] impf.μένεσκον Il.19.42
, Hdt.4.42: [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] fut.μενέω Il.19.308
, Hdt.4.119; [dialect] Att. , etc.: [tense] aor.ἔμεινα Il.15.656
, etc.: [tense] pf.μεμένηκα D.18.321
; cf. [full] μίμνω:—stay, wait:I stand fast, in battle,οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659
;μενέω καὶ τλήσομαι 11.317
; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT 295;ἐμπέδως μ. A.Ag. 854
; ; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.2 stay at home, stay where one is, Il.16.838;ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598
;μ. αὐτοῦ Hdt.8.62
; ;εἴσω δόμων Id.Th. 232
;κατ' οἶκον E.IA 656
;ἐν δόμοις Pi.N.3.43
, S.Aj.80; .b lodge, stay,παρὰ ματρί Pi.P.4.186
;πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13
;ἐκεῖ Plb.30.4.10
codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from.., Il.2.292;ἀπὸ πτολέμοιο 18.64
: and so abs., to be a shirker, .d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.3 stay, tarry,ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570
;μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45
; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796;οἱ μένοντες X.An.4.4.19
, etc.4 of things, to be lasting, remain, stand,στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434
;ἀσφαλὲς αἰὲν.. μένει οὐρανός Pi.N.6.4
;τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu. 672
;αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th. 744
(lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr. 261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra. 440a;τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15
; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael. 290a21;μένων κύκλος Autol.12
, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol. 1308a3.5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11;τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN 1133b14
: generally, stand, hold good,ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr. 1000
;μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201
; ; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN 1167b7; of circumstances,οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76
; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5;μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant. 169
; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with.., D.4.9;μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7
; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with.., Pl.R. 466c, cf. 496b;μ. ἐλεύθερον Men. 145
; of wine, keep good, Plb.12.2.8.6 abide by an opinion, conviction, etc.,ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt. 356e
; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).7 impers. c. inf., it remains for one to do,μένει.. ἐκτίνειν θέμιν A.Supp. 435
(lyr.); .II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66
;τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124
, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching,Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527
, cf. A.Th. 436; of a rock, bide the storm, Il.15.620;ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph. 740
: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch. 103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag. 1277; ;δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23
.2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247;οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr. 255
; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.;οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16
; τί μένεις.. ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu. 677, cf. Ag. 459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.) -
19 ἀσφαλής
A not liable to fall, immovable, steadfast, in Hom. only once as Adj. (cf. infr. III),θεῶν ἕδος ἀ. αἰεί Od.6.42
, cf. Hes.Th. 128, Pi.N.6.3, Theoc.2.34, etc.;ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant. 454
; unshaken, of purpose,ἀ. ὁ νοῦς Id.Fr. 351
.2 of friends and the like , unfailing, trusty,οὐ γὰρ οἱ.. εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Id.Aj. 1251
;ἀ. στρατηλάτης E.Ph. 599
, cf. Th.1.69: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in counsel are not safe, S.OT 617, cf. Pl.Sph. 231a; ; of things, sure, certain, Th.4.108,etc.3 assured from danger, safe,ἀ. αἰών Pi.P.3.86
;ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ S.OC 1288
;ἀ. ὄρος X.Lac.12.1
;ὁδός -εστέρα Id.HG5.4.51
; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ in safety, Th.1.137, 8.39, cf. Pl.Lg. 892e;ἐν ἀσφαλεῖ τοῦ μὴ παθεῖν X.Cyr.3.3.31
;τοῦ λαλεῖν Men.Sam.25
; ἐν -εστέρῳ, -εστάτῳ, X.Cyr.7.1.21, An.1.8.22;ἐν ἀ. βίου E.Hipp. 785
;μένειν ἐν τῷ ἀ. X. An.4.7.8
; ἐξ ἀσφαλοῦς from a place of safety, Id.Eq.Mag.4.16;τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκα Hdt.1.109
; τὸ ἀ., = ἀσφάλεια, Th.6.55, etc.; μετὰ τοῦ αὑτῆς ἀ. with no risk to herself, Plot.4.8.7; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to.., Hdt.3.75, E.Ph. 891, Ar.Av. 1489: abs.,ἀλλ' οὐκ ἀσφαλές Pl.Phlb. 61d
, etc.;φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν X.An.3.2.19
.4 ἀ. ῥήτωρ a convincing speaker, Id.Mem.4.6.15.5 in Lit. Crit., sound, not risky, of language or rhythm, Demetr.Eloc.19,41. Adv. -ῶς, ἐρεῖ ib.78.III [dialect] Ep. Adv. ἀσφαλέως, ἔχειν, μένειν, to be, remain firm, steady, Il.23.325, Od.17.235: neut. ἀσφαλές as Adv., Il. (v. infr.);δρακεῖσ' ἀσφαλές Pi.P.2.20
;ἀ. ἀγορεύει
without faltering,Od.
8.171, Hes.Th.86;ἔμπεδον ἀσφαλέως Il.13.141
, Od.13.86;ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί Il.15.683
. Adv. ἀσφαλῶς ([etym.] - έως ) is used in all senses of the Adj.,- έως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4
; in safety, with certainty, S.OT 613;ἀ. βουλεύειν And.3.34
;ἀ. ἔχει Hdt.1.86
: c. inf., Lys.27.6;ἀ. προσθεῖναι
as a precaution,Alex.Aphr.
in Mete.14.10: [comp] Comp.- έστερον Hdt.2.161
, Pl.Phd. 85d; but- εστέρως Hp.Prorrh.2.15
, Th.4.71: [comp] Sup.- έστατα Hp.Prorrh. 2.23
, Pl.R. 467e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφαλής
-
20 ἔμπεδος
ἔμ-πεδος, fest im Boden, fest auf seinem Platze, feststehend, unumstößlich; σίνος ἐσϑημάτων, fest daran haftend; übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, er ist nicht mehr in gewohnter Sinnesart; μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν, die treu bleiben; was an ἔμπ. ἦτορ, φρένες, νοῠς, den unerschütterlichen, stets sich gleichbleibenden Sinn erinnert; Priamus heißt ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων. Von der Zeit: beständig, fortdauernd. Das neutr. ἔμπεδον u. ἔμπεδα adverbial, ἔμπεδον μένειν, Stand halten, im Ggstz der Flucht; ϑέειν ἔμπ., immerfort, ununterbrochen laufen; von πέδη abgeleitet ἔμπεδος für »gefesselt«, in Fesseln
См. также в других словарях:
έμπεδον — το βλ. έμπεδος … Dictionary of Greek
ἐμπεδόν — ἐν μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐν μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔμπεδον — Ἔμπεδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… … Dictionary of Greek
AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… … Hofmann J. Lexicon universale
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… … Dictionary of Greek