Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔμπεδον

См. также в других словарях:

  • έμπεδον — το βλ. έμπεδος …   Dictionary of Greek

  • ἐμπεδόν — ἐν μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐν μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔμπεδον — Ἔμπεδος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… …   Dictionary of Greek

  • AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»