-
61 ἐπιεικτός
A yielding, [dialect] Ep. word, in Hom. always with neg., σθένος οὐκ ἐ. unyielding, dauntless might, Il.8.32; μένος ἔμπεδον οὐδ' ἐ. Od.19.493; μένος.. ἀάσχετον, οὐκ ἐ. Il.5.892; πένθος ἄσχετον, οὐκ ἐ. ceaseless, 16.549.2. ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτά not tolerable, Od.8.307; ὀστέον οὐκ ἐ. Opp.H.1.526.3. permissible, οὐκ ἐπιεικτὰζητῶν Anon.Incred.15(14)
= Luc.Astr.15: c. dat., befitting,βροτοῖσιν Man.6.402
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιεικτός
-
62 ἔτι
I of Time,1 of the Present, yet, still,ἔ. μοι μένος ἔμπεδον Il.5.254
;ἔ. τυτθὸν ἐόντα 6.222
;εἰ Ζεὺς ἔ. Ζεύς S.OC 623
; ἔτ' ἐκ βρέφεος ever since babyhood, AP9.567 (Antip.);ἔ. καὶ νῦν Il. 1.455
; ἔ. καὶ ἐκ παρόντων v.l. in Th.7.77; ;ἔ. καὶ νυνί Pl.Smp. 215d
;νῦν ἔ. ζεῖ A.Th. 708
(lyr.), cf. Ag. 818.2 of the Past, mostly with [tense] impf.,ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493
, cf. Hdt.9.102, Th.5.111, etc.: with [tense] aor., Pl.Prt. 310c, etc.; ἔ. πρότερον, πρόσθεν, Th.8.45, Pl.Sph. 242d: with the sense, already,γεγονέναι ἔ. οὐχ ἧττον ἢ εἶναι Id.Men. 93a
.3 of the Future, yet, longer,ἄλγε' ἔδωκεν.. ἠδ' ἔ. δώσει Il.1.96
, cf. 5.465: c. opt.,ἔ... φιλέοι Od.15.305
: c. imper.,μή τις ἔ... ἔστω 2.230
; hereafter, A.Pr. 907, S.El.66, Ar. V. 758 (anap.), etc.II of Degree, still, besides, ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔ. βόσκοι another (and another and so on), Od.14.325; , cf. 11.6.411, Od.11.623, S.Ant. 218, etc.; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον .. ; A.Ch. 114; πρὸς τοῖσδ' ἔ., πρὸς τούτοις ἔ. (cf. προσέτι), S.Ph. 1339, Ar.Nu. 720 (anap.); ἔ. τε and besides, nay more, Pl.Phdr. 279a; ἔ. τοσόνδε this further point, Id.Tht. 184b;ἔ. δὲ καί Th.1.80
, etc.; πρῶτον μὲν.., ἔπειτα δὲ.., ἔ. δὲ .. X.An.6.6.13; ἔ. καί alone,τά τε εἴδωλα, ἔ. καὶ τὰ γεγραμμένα Pl. Sph. 239d
;ἔτι καὶ ἔ. ἀεί Theol.Ar.30
. -
63 ὀρέγω
ὀρέγω, Od.17.366, E.Ph. 1710 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA 497b27, etc.: [tense] impf.Aὤρεγον Pi.P.4.240
, App.BC4.126 : [tense] fut.ὀρέξω Il.13.327
, E.Med. 902 : [tense] aor.ὤρεξα Il.23.406
, Trag. (S.OC 846, etc.), and sts. in Prose, Pl.Phd. 117b, X.An.7.3.29:—[voice] Med. and [voice] Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: [tense] fut. , Pl.R. 486a ([etym.] ἐπ-): [tense] aor.ὠρεξάμην Il.23.99
, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15 ; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr. 187, as well as in E. (Hel. 1238 ) (not in Hom.): [tense] pf.ὤρεγμαι Hp.Oss.18
; redupl. [ per.] 3pl. ὀρωρέχαται, [tense] plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out,χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366
;εἰς οὐρανόν Il.15.371
, Od.9.527 ; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36 ;μοι.. λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743
;πρός τινα Pi. P.4.240
, cf. S.OC 846, etc. ; Ὅμηρον.., ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294.2 reach out, hold out, hand, give,κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312
;δέπας Il.24.102
; , cf. 17.453, Hes.Th. 433 ;ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328
, cf. S.Ph. 1203 (lyr.);ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110
;τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58
;ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd. 117b
; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.).II [voice] Med. and [voice] Pass.,1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53 ;ἀνδρὸς.. ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but having lent a helping hand,Epigr.Gr.
448.4 ([place name] Syria));ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc. 456
; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th. 178 ; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307 ;πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν.. ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851
; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20 ; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26 ; of fish, rise at the bait,καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44
; for A.Ag. 1111, v. ὄρεγμα 1.1.2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392 ; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος.. ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322 ; ib. 314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν;δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12
; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel. 1238.b metaph., reach after, grasp at, yearn for, ;τῶν μεγίστων Id.Fr. 240
;ἀπεόντων Democr.202
;ζωῆς Id.205
: freq. in [dialect] Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R. 439b, 485d, etc.;ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65
: so c. inf.,πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16
;ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt. 326a
;οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr. 187
: also, abs., yearn, desire,πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4
;θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878
;ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN 1113a12
; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις.3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or. 303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel. 353 (lyr.). -
64 ἔμπεδος
ἔμ-πεδος ( πέδον): firmly standing or footed, Od. 23.203, Il. 13.512; firm, immovable, unshaken, Il. 12.9, 12; so of the mind, βίη, μένος, φρένες, ‘unimpaired,’ Od. 10.493 ; ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων ( Πρίαμος), Il. 20.183; ‘sure,’ ‘certain,’ Od. 19.250, Od. 8.30; of time, ‘lasting,’ ‘constant,’ Il. 8.521, Od. 8.453; and metaph., ἦτορ, φρένες, Ζ 3, Od. 18.215.—Neut. ἔμπεδον as adv., with the same meanings, στηρίξαι firmly, Od. 12.434 ; μένειν, without leaving the spot, Il. 5.527 ; θέειν, ‘constantly,’ Il. 13.141, Od. 13.86.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔμπεδος
См. также в других словарях:
έμπεδον — το βλ. έμπεδος … Dictionary of Greek
ἐμπεδόν — ἐν μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐν μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔμπεδον — Ἔμπεδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… … Dictionary of Greek
AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… … Hofmann J. Lexicon universale
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… … Dictionary of Greek