-
1 εμπεδον
adv.1) непоколебимо(μένειν Hom.)
2) неизменно, постоянно, непрерывно(θέειν Hom.; χαίρειν Pind.)
3) твердо, уверенноἴσθι τόδ΄ ἔ. Soph. — будь в этом уверен
-
2 εμπεδα
-
3 μενω
(aor. ἔμεινα, pf. μεμένηκα, эп.-ион. impf. μένεσκον, эп. inf. μενέμεν)1) стоять на месте, стойко держаться(οὐ μένον, ἀλλ΄ ἐφόβηθεν Hom.; τοῖς πολεμίοις τὸ φεύγειν ἢ τὸ μ. αἱρετώτερον Xen.)
2) оказывать сопротивление, выдерживатьοὐκ ἂν δέ μείνειας Μενέλαον ; Hom. — что же ты не сразился с Менелаем?
3) ждать, ожидать, поджидать(Τρῶας ἔμπεδον Hom.; τοὺς ὁπλίτας Xen.; μένον δ΄ ἐπὴ ἕσπερον ἐλθεῖν Hom.)
μένω δ΄ ἀκοῦσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται Aesch. — я жду, чтобы услышать, каков будет исход борьбы4) оставаться, пребывать(ἐν δήμῳ, οἴκοι Hom.; παρὰ ματρί Pind.; εἴσω δόμων Aesch.; ἐν δόμοις Soph.; κατ΄ οἶκον Eur.; μέχρι τῆς σήμερον NT.)
οἱ μείνοντες Xen. — оставленные для несения охраны;μ. ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι Plat. — оставаться при своем намерении;5) оставаться в покое, быть неподвижным(ὥστε στήλη Hom.)
μένοντά τε καὴ φερόμενα Plat. — покоящееся и движущееся;οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) Arst. — неподвижные звезды6) перен. (тж. μ. ἐν ταὐτῷ Plat.) быть незыблемым, быть неизменным, оставаться в силе, длиться(αἱ σπονδαὴ μενόντων Xen.)
μ. ἐπὴ τῷ πολέμῳ Dem. — продолжать войну7) оставаться вдали, быть далеким(ἀπὸ ἦς ἀλόχοιο, ἀπὸ πτολέμοιο Hom.)
8) оставаться бездеятельным, сидеть без дела, бездействовать(ἐπὴ νηυσίν Hom.)
9) ожидать, в смысле предстоять(οὐκ οἶδ΄ οἷά νιν μένει παθεῖν Eur.)
См. также в других словарях:
έμπεδον — το βλ. έμπεδος … Dictionary of Greek
ἐμπεδόν — ἐν μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐν μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔμπεδον — Ἔμπεδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… … Dictionary of Greek
AETHALIDES — praeco, Mercurii sil. cui quandoque inter mortuos, quandoque inter vivos esse licere concessum est. Apollonius Argon. l. 1. Τείως δ᾿ αὖτ᾿ εν νηὸς ἀριςῆες προέηκαν Αἰθαλίδην κήρυκα θοον`, τῶ πέρ τε μέλεςθαι Α᾿γγελἰας καὶ σκῆπτρον ἐπέτρεπον… … Hofmann J. Lexicon universale
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… … Dictionary of Greek