Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑτέρωσε

См. также в других словарях:

  • ετέρωσε — ἑτέρωσε (ΑΜ) επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς αρχ. 1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ ἑτέρωσε καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἑτέρωσε — to the other side indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτέρωσ' — ἑτέρωσε , ἑτέρωσε to the other side indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»