-
41 τοσουτον
эп. тж. τοσσοῦτον adv. (на)столько (же), столь (же), до такой степениτ. ὀνήσιος …ὡς Hom. — столько же пользы …, сколько;
τ. ἔστι μοι τῆς ἐλπίδος τὸν ἄνορα προσμεῖναι μόνον Soph. — только у меня и надежды, что дождаться этого человека;ἐς τ. ἐλπίδων ἐμοῦ βεβῶτος Soph. — когда я охвачен столькими опасениями;ἐς τ. ἀμαθίας ἥκειν Plat. — быть до такой степени невежественным;ἐς τ. τοῦ λόγου οἱ πάντες λέγουσι Her. — до сих пор (в этом лишь) все единогласны;εἶπε τ. Xen. — вот все, что он сказал;γίγνεται τ. μεταξὺ τῶν στρατευμάτων, ὥστε … Xen. — между армиями образовалось такое пространство, что … -
42 φεγγος
- εος τό1) свет, блеск, сияние(ἡλίου, ἡμέρας Aesch.; sc. τῆς σελήνης Xen.; ὀμμάτων Eur.; τῶν ἄστρων Arst.)
τυφλὸν φ. Eur. — потускневший свет (очей), слепота;δεκάτῳ φέγγει ἔτους Aesch. — на десятом году2) пламя, огонь(λαμπάδων Aesch.)
φέγγη Plut. — (сторожевые) огни3) факел(φ. φέρειν Arph.)
4) досл. дневной свет, перен. жизньἰδεῖν φ. Pind. — появиться на свет, родиться;
λιπεῖν φ. Eur. — покинуть свет, умереть;φ. οὐκέτ΄ ἐστί μοι Soph. — жизнь моя угасла5) день(μοιρίδιον φ. Eur.)
6) блеск, краса, слава(Αἰακιδᾶν Pind.; πάτρης Anth.)
7) радость, наслаждениеτί γὰρ τούτου φ. ἥδιον ; Aesch. — что может быть больше этого счастья?
-
43 ἕκατι
ἕκᾱτι (1ϝεκ- O. 14.20
, I. 5.2 coni.: follows or precedes the noun it governs: cf. Leumann, Homerische Wörter, 255f.) prep. c. gen. because of, thanks toa of gods.Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
οὕνεκ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι i. e. because of Thalia, representing the Graces O. 14.20σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος P. 5.9
εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.15
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι for Aigina's sake N. 4.22 Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι codd.) I. 5.2μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29
]Κλεὸς ἕκατι[ Πα. 7A. 7 = fr. 308 Schr. ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (Wil., Hermann: δεκατιτας codd. Athenaei) fr. 123. 10.b of specific excellences.τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.58
ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν N. 8.47
ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι σαόφρονος Pae. 9.46
-
44 κτείς
-
45 μυρίος
μῡρίος (-ίον, -ίων, -ίοις; -ία, -ίαις.)1 immeasurableμυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς N. 10.45
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
κλέονται ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.28
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (sc. τῶν ἐγκωμίων) I. 6.22ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον I. 7.11
ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον κτάνεν ( μυρίαν Σ, N. 7: κυριᾶν Housman: μοιριᾶν Boeckh: Πυθιᾶν Zenodotos)Πα.. 11. μυρίᾶ[ Pae. 6.175
ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 1. ]μυρίων ε[ Παρθ. 2.. Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 3. -
46 παντᾷ
1 everywhereπρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.24
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.23
ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.171
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
-
47 παρθένος
1 unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia O. 1.88Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος P. 2.19
ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis P. 3.34 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene P. 9.6 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters P. 9.113 παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios P. 9.122παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses I. 8.57ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι Pae. 2.100
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.54
βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν Pae. 6.136
].. παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epith. of Artemis,ἰοχέαιρα παρθένος P. 2.9
of Athene,κυάναιγις παρθένος O. 13.71
παρ-θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
of Hekate,φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα Pae. 2.77
of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12. -
48 πατρίς
1 homeland ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν i. e. the city of Augeas O. 10.36 “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων, καλλίνικον πατρίδι κῦδος Thebes I. 1.12ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29
ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθα[ν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215a. 6. -
49 Πιερίδες
Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.)1 of Pieria epith. of the Muses.κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
pro subs.,ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.14
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.32
μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων I. 1.65
με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.6
ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel) fr. 215. 6. ] α Πιερίδες[ P. Oxy. 1792, fr. 39. -
50 χαίτα
1 hairχαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24
κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) N. 1.14 ( στέφανοι)τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.29
ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων I. 7.39
χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7. -
51 ὥστε
a c. inf.,I c. pres., aor. inf., so as toἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον O. 9.74
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ N. 5.1
εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
II c. fut. inf., after vb. of commanding, (Goodwin, M & T, § 558.)κατένευσέν τέ οἱ ὥστ' ἐν τάχει τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.35
b introducing simile, (Boeckh, Schr. altered all exx. of this usage to ὥτε ( ὧτε Boeckh), v. Schr., Proll. 2. § 83,Σ N. 6.45
c: but ὥστε is preserved on papyrus N. 6.28, fr. 215. 7.) [ ὥστε (codd.: ὧτε Boeckh.) O. 10.86 ὥστε ( ὥσπερ v. l.) P. 1.91 ὥστε (unus cod.: om. rell.: ὥτε Bergk) P. 4.64 ὥστε ( ὥτε v. l.) P. 10.54 ὥσθ (ὥθ cod. alter) N. 7.93 ωστ (Π: ὥτ codd.) N. 6.28] ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel: fort. in ὥτε corrigendum) fr. 215. 7. -
52 θοινάω
2 [voice] Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed,ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905
([place name] Rhodes).II feast, entertain, ; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129.2 more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. , Cyc. 550, - ήσομαι ([etym.] ἐκ-) A.Pr. 1025 codd.: [tense] aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): [tense] aor. 1 [voice] Med.- ησάμην Nonn.D.5.331
, AP9.244 (Apollonid.): [tense] pf.τεθοίνᾱμαι E.Cyc. 377
(prob.).a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36;παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc. 542
:θ. καλῶς Cratin.164
.b c. acc., feast on,μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc. 377
; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib. 550;θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2
: c. acc. cogn.,θ. παστήρια E.El. 836
: c. gen.,ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc. 248
;θοινήσατο θήρης AP9.244
(Apollonid.); of an eating sore,σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr. 792
, cf. Arist.Po. 1458b24: -
53 κέλευθος
A road, path, not common in lit. sense,πολλαὶ γὰρ ἀνὰ στρατόν εἰσι κέλευθοι Il.10.66
;Ἰσθμία κ. B.17.17
; ἐν κελεύθοις in the streets, A.Ch. 349 (lyr.); , cf. Parm.1.11; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι, Il. 14.17, Od.5.383, etc.; ὑγρὰ, ἰχθυόεντα κ., of the sea, 3.71, 177; ἁλὸς βαθεῖαν (vel - είας)κ. Pi.P.5.88
; ἄρκτου στροφάδες κ. paths, orbits, S. Tr. 131 (lyr.), cf. E.Hel. 343 (lyr.); θεῶν δ' ἀπόεικε κελεύθου withdraw from the path of the gods, Il.3.406 (v.l. ἀπόειπε κελεύθους): metaph., ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν on the open road of action, Pi.I.5(4).23, cf. O.6.23;στείχει δι' εὐρείας κ. μυρία παντᾷ φάτις B.8.47
;ἔστι μοι μυρία παντᾷ κ. Pi.I.4(3).1
, cf. B.5.31: Πειθοῦς, Δίκας κ., Parm.4.4, B.10.26.II journey, voyage, by land or water, ; οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου would not have halted from their onward way, Il.11.504, cf. 12.262; πολλὰ κ. a far journey, i.e. a great distance, S.OC 164 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλευθος
-
54 μέταλλον
μέταλλον, τό,A mine, quarry, ἁλὸς μέταλλον salt- pit, salt- mine, Hdt.4.185;μ. τετμημένον Hyp.Eux.35
;μ. παλαιὸν ἀνασάξιμον IG 22.1582.56
: mostly in pl., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα gold and silver mines, Hdt.3.57; τὰ ἀργύρεια μ., at Laurium, Th.2.55; μέταλλα (alone) silver mines, X.Vect.4.4; μαρμάρου μ. marble quarries, Str.9.1.23.3 metaph., work,οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Alciphr.1.36
.II later, mineral, metal, Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. Orib.5.3.21, Nonn.D.11.26, Agath.5.9, AP7.363. (On the etym. cf. μεταλλάω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέταλλον
-
55 πατριώτης
A : ([etym.] πάτριος):— fellow-countryman: prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: henceμήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg. 777c
; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326 ; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26 : metaph., of Mt. Cithaeron,π. Οἰδίπου S.OT 1091
(lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c ; π. ἐστί μοι.—Ans.ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5
; cf. πατριῶτις.II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριώτης
-
56 πούς
πούς, ὁ, ποδός, ποδί, πόδα (not ποῦν, Thom.Mag.p.257 R.): dat.pl. ποσί, [dialect] Ep.and Lyr. ποσσί (also Cratin.100(lyr.)), πόδεσσι, onceA (lyr.): gen.and dat. dual ποδοῖν, [dialect] Ep.ποδοῖιν Il.18.537
:—[dialect] Dor. nom. [full] πός (cf. ἀρτίπος, πούλυπος, etc.) Lyr.Adesp.72, but [full] πούς Tab.Heracl.2.34 (perh. Hellenistic); [full] πῶς· πός, ὑπὸ Δωριέων, Hsch. (fort. [full] πός· πούς, ὑ.Δ.); [dialect] Lacon. [full] πόρ, Id. (on the accent v. Hdn.Gr.2.921, A.D. Adv.134.24):—foot, both of men and beasts, Il.7.212, 8.339 (both pl.), etc.; in pl., also, a bird's talons, Od.15.526; arms or feelers of a polypus, Hes.Op. 524: properly the foot from the ankle down wards, Il.17.386;ταρσὸς ποδός 11.377
, 388; ξύλινος π., of an artificial foot, Hdt.9.37: but also of the leg with the foot, as χείρ for the arm and hand, Il.23.772, Od.4.149, Luc.Alex.59.2 foot as that with which one runs,πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.1.215
, al.; or walks, ; freq. with reference to swiftness,περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε.. ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103
; ποσὶν ἐρίζειν to race on foot, Il.13.325, cf. 23.792;πόδεσσι πάντας ἐνίκα 20.410
, cf. Od.13.261;ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο Il.9.124
, etc.; ποδῶν τιμά, αἴγλα, ἀρετά, ὁρμά, Pi.O.12.15, 13.36, P.10.23, B.9.20;ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν E.IA 213
(lyr.): the dat. ποσί ([etym.] ποσσί, πόδεσσι) is added to many Verbs denoting motion, π. βήσετο, παρέδραμον, Il.8.389, 23.636; π. θέειν, πηδᾶν, σκαίρειν, πλίσσεσθαι, ib. 622,21.269, 18.572, Od.6.318;ὀρχεῖσθαι Hes.Th.3
;ἔρχεσθαι Od.6.39
; ;νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς Il.7.212
; also emphatically with Verbs denoting to trample or tread upon,πόσσι καταστείβοισι Sapph.94
;ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456
; πόδα βαίνειν, v. βαίνω A.11.4; πόδα τιθέναι to journey, Ar.Th. 1100: metaph., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα started on its homeward way, E.Hec. 940 (lyr.); νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν οἴκαδ'.. πόδα ib. 1020; χειρῶν ἔκβαλλον ὀρείους πόδας ναός, i. e. oars, Tim.Pers. 102; φωνὴ τῶν π. τοῦ ὑετοῦ sound of the pattering of rain, LXX 3 Ki. 18.41.3 as a point of measurement, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.18.353;ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους 16.640
; and reversely,ἐκ ποδῶν δ' ἄνω.. εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169
; ; alsoἐκ τριχὸς ἄχρι ποδῶν AP5.193
(Posidipp. or Asclep.); ἐς κορυφὰν ἐκ ποδός ib.7.388 ([place name] Bianor).4 πρόσθε ποδός or ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, just before one, Il.23.877,21.601, 13.205;τὸ πρὸ ποδὸς.. χρῆμα Pi.I.8(7).13
;αὐτὰ τὰ πρὸ τῶν ποδῶν ὁρᾶν X.Lac.3.4
, cf.An.4.6.12, Pl.R. 432d.b παρά or πὰρ ποδός off-hand, at once,ἀνελέσθαι πὰρ ποδός Thgn.282
;γνόντα τὸ πὰρ ποδός Pi.P.3.60
, cf.10.62; close at hand,Id.
O.1.74; but παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός sank to their feet, Il.15.280; in a moment,S.
Ph. 838 (lyr.), Pl.Sph. 242a; close behind, Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας (leg. πόδα) βαίνει Prov. ap. Suid.; also immediately afterwardsPlb.
1.35.3,5.26.13, Gal.5.272;παρὰ π. οἱ ἔλεγχοι Luc.Hist. Conscr.13
, cf. Aristid.2.115 J.; at his very feet,Pl.
Tht. 174a; περὶ τῶν παρὰ πόδας καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ib.c;τὸ πλησίον καὶ παρὰ π. Luc.Cal.1
.c ἐν ποσί in one's way, close at hand,τὸν ἐν π. γινόμενον Hdt.3.79
, cf. Pi.P.8.32;τἀν ποσὶν κακά S.Ant. 1327
, cf. E.Andr. 397;τοὐν ποσὶν κακόν Id.Alc. 739
;τὴν ἐν ποσὶ [κώμην] αἱρεῖν Th.3.97
; everyday matters,Pl.
Tht. 175b, cf.Arist.Pol. 1263a18, etc.d τὸ πρὸς ποσί, = τὸ ἐν ποσί, S.OT 130.e all these phrases are opp. ἐκ ποδῶν out of the way, far off, writtenἐκποδών Hdt.6.35
, etc.; also,βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις Pi.N.7.67
.5 to denote close pursuit, ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι follow in the track, i.e. close behind, Plb.3.68.1, cf. D.S.20.57, D.H.2.33, etc.;ἐκ ποδῶν διώξαντες Plu.Pel.11
.b in earlier writers κατὰ πόδας on the heels of a person, Hdt.5.98, Th.3.98, 8.17, X.HG2.1.20, LXXGe.49.19 (also on the moment,Pl.
Sph. 243d); ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα the very next day, Plb.1.12.1 (but κατὰ πόδας αἱρεῖν catch it running, X.Cyr.1.6.40, cf. Mem.2.6.9): c. gen. pers., κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν, ἰέναι, march, come close at his heels, on his track, Hdt.9.89, Th.5.64; τῇ κατὰ π. ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας on the day immediately after it, Plb.3.45.5;κατὰ π. τῆς μάχης Aristid. 1.157J.
, etc.6 various phrases:b ἐπὶ πόδα backwards facing the enemy, ἐπὶ π. ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, to retire without turning to fly, leisurely, X.An. 5.2.32, Cyr.3.3.69, 7.1.34, etc.; alsoἐπὶ πόδας Luc.Pisc.12
; but γίνεται ἡ ἔξοδος οἷον ἐπὶ πόδας the offspring is as it were born feetforemost, Arist.GA 752b14.c περὶ πόδα, properly of a shoe, round the foot, i.e. fitting exactly,ὡς ἔστι μοι τὸ χρῆμα τοῦτο περὶ πόδα Pl.Com.197
, cf. 129: c. dat.,ὁρᾷς ὡς ἐμμελὴς ἡ ἀρχὴ καὶ περὶ πόδα τῇ ἱστορίᾳ Luc.Hist.Conscr.14
, cf. Ind.10, Pseudol.23.d ὡς ποδῶνἔχει as he is off for feet, i. e. as quick as he can,ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον Hdt.6.116
;ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον Id.9.59
;φευκτέον ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος Pl.Grg. 507d
; so, (lyr.).e ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν keep one's foot out of a thing, i. e. be clear of it,ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα Id.Ch. 697
;πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Id.Pr. 265
;ἐκτὸς κλαυμάτων S.Ph. 1260
;ἔξω πραγμάτων E.Heracl. 109
: without a gen., ἐκτὸς ἔχειν πόδα Pi.P.4.289: opp.εἰς ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα E.Heracl. 168
;ἐν τούτῳ πεδίλῳ.. πόδ' ἔχων Pi.O.6.8
.f ἀμφοῖν ποδοῖν, etc., to denote energetic action, Ar.Av.35, cf. Il.13.78;συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν 15.364
; ;τιμωρήσειν χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.2.115
, cf.3.109; τερπωλῆς ἐπέβημεν ὅλῳ ποδί with all the foot, i.e. entirely, A.R.4.1166, cf.D.Chr.13.19 (prob.);καταφεύγειν ἐπὶ τὴν πόλιν ὥσπερ ἐκ δυοῖν ποδοῖν Aristid.1.117J.
; opp. ; .g τὴν ὑπὸ πόδα [κατάστασιν] just below them, Plb.2.68.9; ὑπὸ πόδας τίθεσθαι trample under foot, scorn, Plu.2.1097c; οἱ ὑπὸ πόδα those next below them (in rank), Onos.25.2; ὑπὸ πόδα χωρεῖν recede, decline, of strength, Ath. [voice] Med. ap.Orib. inc.21.16.k ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός prob. fishermen who fish from the land, not from boats, BGU221.5 (i1/iii A. D.); ποτίσαι ἀπὸ ποδός perh. irrigate by the feet (of oxen turning the irrigation-wheel), PRyl.157.21 (ii A. D.); τόπον.. ἀπὸ ποδὸς ἐξηρτισμένον dub. sens. in POsl.55.11 (ii/iii A. D.).1ἀγγεῖον.. τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον
round the bottom,Dsc.
2.72.7 πούς τινος, as periphr. for a person as coming, etc., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, i.e. σὺν πατρί, E.Hipp. 661;παρθένου δέχου πόδα Id.Or. 1217
, cf. Hec. 977, HF 336;χρόνου πόδα Id.Ba. 889
(lyr.), Ar.Ra. 100; also ἐξ ἑνὸς ποδός, i.e. μόνος ὤν, S.Ph.91; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου π., i.e. οἱ ἡσύχως ζῶντες, E.Med. 217.II metaph., of things, foot, lowest part, esp. foot of a hill, Il.2.824, 20.59 (pl.), Pi.P.11.36, etc.; of a table, couch, etc., Ar.Fr. 530, X.Cyr.8.8.16, etc.; cf. πέζα; of the side strokes at the foot of the letter Ω, Callias ap.Ath.10.454a; = ποδεών 11.1,ἀσκοῦ.. λῦσαι π. E.Med. 679
.2 in a ship, πόδες are the two lower corners of the sail, or the ropes fastened therelo, by which the sails are tightened or slackened, sheets (cf.ποδεών 11.4
), Od.5.260; χαλᾶν πόδα ease off the sheet, as is done when a squall is coming, E.Or. 707; τοῦ ποδὸς παρίει let go hold of it, Ar.Eq. 436;ἐκδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδός Luc.Cont.3
; ἐκπετάσουσι πόδα ναός (with reference to the sail), E.IT 1135 (lyr.): opp. τεῖναι πόδα haul it tight, S.Ant. 715; ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί a ship with her sheet close hauled, E.Or. 706;κὰδ' δ'.. λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους A.R.2.932
;ἱστία.. ἐτάνυσσαν ὑπ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι Q.S.9.438
.b perh. of the rudder or steering-paddle,αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων Od.10.32
(cf. Sch.ad loc.);πὰρ ποδὶ ναός Pi.N.6.55
.III a foot, as a measure of length, = 4 palms ([etym.] παλασταί ) or 6 fingers, Hdt.2.149, Pl.Men. 82c, etc.IV foot in Prosody, Ar.Ra. 1323 (lyr.), Pl.R. 400a, Aristox. Harm.p.34 M., Heph.3.1, etc.; so of a metrical phrase or passage,ἔκμετρα καὶ ὑπὲρ τὸν π. Luc.Pr.Im.18
; of a long passage declaimed in one breath, , cf. Luc.Demon.65, Poll.4.91.V boundary stone, Is.Fr.27. (Cf. Lat. pes, Goth. fotus, etc. 'foot'; related to πέδον as noted by Arist. IA 706a33.) -
57 συκοφαντέω
A to be a , , cf. Ach. 828, Ec. 562, al., Lys.22.1, Isoc.15.23, 21.5, al., D.53.1, 55.1, al., Men.Epit.1, al.;ς κατ' ἀγοράν Diph.32.16
: c. acc. pers., prosecute vexatiously, blackmail, συκοφαντεῖς τοὺς ξένους; Ar. Av. 1431, cf. V. 1096 (lyr.);τοὺς συμμάχους Isoc.15.318
; ;σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b22
, cf. Lys.19.9 ([voice] Pass.);συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ' αὐτῶν ἀδίκως Id.Fr.43
, cf.X.Oec.11.21, Thphr.Char.23.4;ἰδόντες.. σε ὑπὸ Δημέου συκοφαντούμενον PMich.Zen.57.2
(iii B.C.), cf. PCair.Zen.212.4, 628.3 (iii B.C.), CPR232.3 (ii/iii A.D.); freq. of blackmail by officials, PTeb. 43.26, 789.21 (ii B.C.), UPZ 112i4, 113.10,16 (ii B.C.); (i B.C.);μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Ev.Luc.3.14
, cf. CPR238.6 (ii A.D.), PFlor.382.57 (iii A.D.); τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς to seek occasion against us, oppress us, LXX Ge.43.18; ὁ συκοφαντῶν πένητα ib.Pr.14.31; accuse falsely, ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου that is a false charge brought against Hector by Homer, Philostr.Her. 12b;κύριε Γάϊε, συκοφαντούμεθα Ph.2.598
, cf. 1.145, D.C.38.28, al.: c. acc. et gen.,τὸν θεὸν ὀλιγωρίας Ael.Fr.40
: c. acc. rei, denounce as contraband,Μεγαρέων τὰ χλανίσκια Ar.Ach. 519
; extort by false charges or threats,τριάκοντα μνᾶς Lys.26.24
;εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8
: abs., Isoc.18.10.2 criticize in a pettifogging way,τοὺς ποιητάς Arist.Po. 1456a5
, cf. D.H.Th.52, Dem.34, D.S.26.1; lay verbal traps for one, τὸν ῥήτορα βουλόμενος δικαίως ἐξετάζειν καὶ μὴ ς. D.18.232;σ. Θρασύμαχον Pl.R. 341c
; ὑποσκελίζειν καὶ ς. D.18.138: c. acc. rei, quibble about, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει ib.192;σ. τὸ πρᾶγμα Id.23.61
, D.H.Dem.25; carp at, stint, : abs., quibble, Pl.R. 341b, Arist.Top. 139b26, 157a32, D.20.62.II = κνίζω ἐρωτικῶς, Pl.Com. 255, Men.1071.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκοφαντέω
-
58 φέγγος
A light, splendour, lustre,τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer. 278
;τὸ φ. τῆς χρόας Duris 14
J.;τὸ φ. τῆς δόξης Κυρίου LXXEz.10.4
; φ. ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added,φ. ἡλίου A.Pers. 377
, S.Tr. 606, etc.;τὸ φ. τοῦ θεοῦ E.Alc. 722
; without the Art.,φ. εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or. 1025
, cf. S.Aj. 673; ὦ φέγγος ib. 859, E.El. 866;ὦ φ. ἡμέρας A.Ag. 1577
; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib. 504.b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R. 508c;ἐὰν τὸ φ. ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172
, cf. Nonn.D.38.255;φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch.
s.v. φέγγος; τὸ φ. [τοῦ γάλακτος], of the milky way, Arist.Mete. 346a26.c of men, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world,ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111
;ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162
;λιπεῖν φ. E.Or. 954
;ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr. 1144
.d day,τριταῖον ἤδη φ. E.Hec.32
, cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, E.Eleg.2.2 the light of torches or fire,φ. λαμπάδων A.Eu. 1022
; πυρός ib. 1029, Ch. 1037: a light, torch, Ar.Ra. 448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc.3 the light of the eyes,φ. ὀμμάτων E.Hec. 368
, 1035;ὄσσων Theoc.24.75
; τυφλὸν φ, i.e. blindness, E.Hec. 1068 (lyr.).II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13;τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag. 602
; of persons, Pi.N.9.42;μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl. 640
(lyr.);Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6
(Antip. Sid.);ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq. 1319
(anap.);πλοῦτος.. ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56
; φ. ὀπώρας, of wine, Id.Fr. 153.2 lustre,δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr. 250b
;φ. ἐλέους LXX 3 Ma.6.4
;τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φ. Plu.2.792a
, etc. -
59 ἀλλότριος
A of or belonging to another, βίοτος, νηῦς, ἄχεα, Od.1.160, 9.535, Il.20.298; γυνή another man's wife, A.Ag. 448 (lyr.); ἀλλοτρίων χαρίσασθαι to be bountiful of what is another's, Od.17.452; γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν with faces unlike their own, of a forced, unnatural laugh, ib.20.347; ἀ. ὄμμασιν εἷρπον by the help of another's eyes, S.OC 146(lyr.); οὐκ ἀ. ἄτην not inflicted by other hands, Id.Ant. 1259; but ἀ. φόνος murder of a stranger (cf. 11.1), Pl.Euthphr.4b: prov., ἀ. ἀμᾶν θέρος reap where one has not sown, Ar.Eq. 392, cf. Hes.Th. 599; ἀλλοτριωτάτοις τοῖς σώμασιν χρῆσθαι deal with one's body as if it belonged to another, Th.1.70; τὰ ἀλλότρια, [var] contr. τἀλλότρια, what belongs to others, not one's own, τἀ. ἀποστερεῖν, δειπνεῖν, X.Ages.4.1, Theopomp. Com.34.II opp. οἰκεῖος, foreign, strange,1 of persons,ἀ. φώς
stranger,Od.
18.219, cf. Ar.Ra. 481; almost = enemy, Il.5.214, Od.16.102; οὐδέ τις ἀλλοτρίων no stranger, Hdt.3.155;εἴτε ἀ. εἴτε οἰκεῖος ὁ τεθνεώς Pl.Euthphr.4b
;ἀ. τῆς πόλεως Lys.28.6
;οὐδείς ἐστί μοι ἀ., ἂν ᾖ χρηστός Men.602
; ἀλλοτριώτερος τῶνπαίδων less near than thy children, Hdt.3.119; ἀλλοτριώτερος, opp. οἰκειότερος, Arist.EN 1162a3: c. dat.,ἀλλότριοι ὑμῖν ὄντες Isoc. 14.51
.b hostile, unfavourably disposed, c. gen.,ἀ. Ῥωμαίων Plb.28.4.4
;- ώτατος μοναρχίας D.S.16.65
;ἀλλότρια φρονῶν τοῦ βασιλέως Plb.36.15.7
, cf. OGI90.19 ([place name] Rosetta).2 of things, alien, strange, ([comp] Comp.), etc.; εἴ τι πρότερον γέγονεν ἀ. estrangement, Decr. ap. D.18.185;ἡ ἀ.
alien country, enemy's country,Lys.
2.6, Isoc.10.50, cf. Hdt.8.73: c. gen., alien from,ἐπιτηδεύματα δημοκρατίας ἀ. Lys.31.34
; οὐδὲν ἀ. ποιῶν τοῦ τρόπου Decr. ap. D.18.182.b Medic., abnormal, Sor.2.5, Gal.14.780; ἀ. σάρκες superfluous fat, Pl.R. 556d.c foreign to the purpose, : [comp] Comp., Id.EN 1159b24: [comp] Sup., Id.Cat. 15b29, cf. Polystr.p.17 W.d Astrol., = ἀπόστροφος, POxy. 464.16.III Adv. ἀλλοτρίως, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλας to be unfavourably disposed towards.., Lys.33.1, cf.Isoc.12.159; ἄ. ἔχειν πρός .. Id.5.80: [comp] Comp.- ιώτερον
less favourably,D.
18.9.2 strangely, marvellously, Epigr.Gr.989.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλότριος
-
60 ἀπαυδάω
A forbid, abs.,ἐγὼ δ' ἀπαυδῶ γ' S.Ph. 1293
; freq. folld. by μή c. inf.,τὸν ἄνδρ' ἀπηύδα.. στέγης μὴ ἔξω παρήκειν Id.Aj. 741
;τὸν ἄνδρ' ἀπαυδῶ τῆσδε γῆς.. μὴ εἰσδέχεσθαί τινα Id.OT 236
, cf. E.Rh. 934, Supp. 468, Ar.Eq. 1072: with implied neg.,ἀ. ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς Id.Ra. 369
.II decline, refuse, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους E.Supp. 342; renounce,νεῖκος ἀ. Theoc.22.129
; say no, APl.4.299.III to be wanting towards, fail,φίλοισι E.Andr.87
: hence abs., fail, of wood, Thphr.HP5.6.1;ἀ. πρὸς τὸ περίπατον Antyll.
ap. Orib.6.21.11; become speechless, of hysterical patients, Hp.Mul.1.74, cf. Ps.-Luc.Philopatr.18; ἀ. τὰ μαντ εῖα the oracles are dumb, Plu.2.431b; faint, fail, Thphr.Char.8.14;ἀ. ὑπὸ λιμοῦ Luc. Luct.24
;κόπῳ Babr.7.8
;πόνοις AP5.167
; die (of patients), Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαυδάω
См. также в других словарях:
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο (AM ἑκούσιος, α, ον και ἐκούσιος, ον) αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος αρχ. 1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια πράξεις εθελοντικές 3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» είμαι πρόθυμος για… … Dictionary of Greek
θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
τέρψη — η / τέρψις, εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α [τέρπω] 1. ευχαρίστηση, ηδονή 2. χαρά, ευφροσύνη νεοελλ. διασκέδαση, ψυχαγωγία αρχ. φρ. «τέρψις ἔστι μοι» (με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.) … Dictionary of Greek