Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐρωτικά

См. также в других словарях:

  • ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτικά τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που επονομάζονται και τραγούδια της αγάπης. Ο αισθηματικός ελληνικός λαός τραγούδησε με πολλούς τρόπους την ερωτική αγάπη. Τα Παινέματα είναι τραγούδια όπου ο τραγουδιστής επαινεί ένα ένα τα χαρακτηριστικά του… …   Dictionary of Greek

  • τἀρωτίκ' — ἐρωτικά , ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐρωτικέ , ἐρωτικός of masc voc sg ἐρωτικαί , ἐρωτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικάς — ἐρωτικά̱ς , ἐρωτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • σκαλαθύρω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω 2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»] …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»