-
1 ερωτήσεις
ἐρώτησιςquestioning: fem nom /voc pl (attic epic)ἐρώτησιςquestioning: fem nom /acc pl (attic)ἐρωτάωask: aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)ἐρωτάωask: fut ind act 2nd sg (attic ionic) -
2 ἐρωτήσεις
ἐρώτησιςquestioning: fem nom /voc pl (attic epic)ἐρώτησιςquestioning: fem nom /acc pl (attic)ἐρωτάωask: aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)ἐρωτάωask: fut ind act 2nd sg (attic ionic) -
3 λαβυρίνθειος
λαβυρίνθειος, labyrinthisch, nach Art eines Labyrinths, oft übertr., ἐρωτήσεις, Luc. fugit. 10 u. a. Sp. Vgl. λαβυρινϑώδης.
-
4 λῑπαρής
λῑπαρής, ές (nach den Alten von λίαν παρεῖναι (?), inbrünstig), anhaltend, beharrlich, ausdauernd, unablässig; ἅτε λιπαρὴς ὢν περὶ αὐτοῦ, Plat. Crat. 413 a; λ. εἰμι πρὸς τὰς ἐρωτήσεις τῶν σοφῶν, Hipp. min. 372 a; Sp., πόνῳ πολλῷ καὶ προμηϑείᾳ λιπαρεῖ χρησάμενος ἐξέμαϑον τὴν τέχνην Luc. abdic. 4; πυρετός, anhaltendes Fieber, hist. conscr. 1; bes, vom unablässigen Bitten, Flehen, λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι, Plut. Tib. Graech. 6. So faßt man auch Soph. El. 1370, σε λιπαρεῖ προὔστην χερί, mit der zum Gebet od. Dienst bes Gottes nie ermüdenden Hand, während guid. ἀφϑόνῳ, πλουσίᾳ mit reichlich spendender erkl.; u. Soph. O. C. 1121, ὦ ξεῖνε, μὴ ϑαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές, τέκν' εὶ φανέντ' ἄελπτα μηκύνω λόγον; vgl. Ar. Lys. 673, οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας. – Adv., λιπαρῶς ἔχειν, auf Etwas bestehen, Plat. Prot. 335 b, ἀκούειν, 315 e, u. wieder mit Bezug auf anhaltendes, inbrünstiges Flehen, ἐν εὐχαῖς λιπαρῶς παρακαλοῦντες ϑεούς, Legg. XI, 931 c, u. so Sp., wie Themist., philo.
-
5 ἀπο-φἐρω
ἀπο-φἐρω (s. φέρω), 1) wegtragen, a) davon-, zurücktragen, bringen, Od. 16, 326. 360; ἀπό τινος Iliad. 5, 257; Ar. Pax 1187; Xen. Mem. 1, 4, 6; σιτία ἐν ἀγγείοις Plat. Prot. 3144; τεϑνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου Lys. 12, 18. – b) vom Winde, verschlagen, Il. 14, 255. 15, 28; πρὸς τὴν Λιβύην Her. 4, 179; ὑπ' ἀνέμου ἐς γῆν ἀπενεχϑείς 2, 114. – c) von einer Krankheit, wegraffen, λοιμός Her. 6, 27, vgl. 3, 66. – 2) abtragen, was man zu geben verpflichtet ist, a) Tribut, Xen. Cyr. 4, 5, 4; χρυσίον Her. 1, 196 u. öfter; τὰ μέρη τῶν καρπῶν Isocr. 4, 31; τὰς ὀγδόας τῶν κτημάτων Plut. Ant. 58. – b) Geliehenes, Dem. 49, 24. – c) etwas Bestelltes, z. B. einen Brief abgeben, Dem. 34, 8; μῦϑόν τινι, bestellen, Il. 10, 337; τὰ ἀπενειχϑέντα ἤκουσαν, das Gemeldete, Her. 1, 66. 158, vgl. 4, 183; ähnl. αἱ παρὰ σοῦ ἀποφερόμεναι ἐρωτήσεις Plat. Theaet. 148 e. – 3) in att. Gerichtssprache, γραφὴν ἀποφ., eine Klage vorbringen, einreichen, πρὸς τὸν ἄρχοντα Dem. 18, 54. 27, 12; ἀπηνέχϑη ἀνώμοτος, als ein Unbeeidigter, 21, 86; auch διαιτητὴν πρὸς τὴν ἀρχὴν 52, 30; übh. namhaft machen, τοὺς φυλάρχους ἀπενεγκεῖν τοὺς ἱππεύσαντας Lys. 16, 7; ναύτας Dem. 50, 6; λόγους, Rechnung einreichen, Dem. ἐν λόγῳ χιλίας δραχμάς, aufführen in der Rechnung, 49, 16. – 4) Med., für sich davontragen, νόστον, μόρον Eur. I. A. 298 Phoen. 598; mit steh wegnehmen, ἀποφεροίατο ὀπίσω τὰ ἐςενείκαντο Her. 7, 152; ἀπιόντας ἀποφέρεσϑαι τὰ σφέτερα αὐτῶν Thuc. 4, 97; νίκην u. dgl. Plut.; δόξαν Hdn. 1, 5, 24 u. a. Sp.; – Pass. auch ausdunsten, Plut. Symp. 5, 7, 2; – ἀπόφερ' ἐς κόρακας, wie ἄπαγε, Ar. Pax 1221.
-
6 ἀκανθ-ώδης
ἀκανθ-ώδης, ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
-
7 λαβυρινθωδης
21) лабиринтообразный, закрученный(ἀστράγαλος Arst.)
2) запутанный, крайне сложный(ἐρωτήσεις Luc.)
-
8 παραπειστικός
η, ό[ν] коварный, обманный; совращающий, сбивающий с пути (о действиях);παραπειστικές ερωτήσεις — коварные, провокационные вопросы
-
9 λαβυρινθώδης
λᾰβυρινθ-ώδης, ες,A labyrinthine, contorted,ἀστράγαλος Arist.HA 499b25
;οἴκημα Procop.Arc. 4
: metaph.,δόξα Ph.1.192
;ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβυρινθώδης
-
10 στενός
A narrow, opp. εὐρύς, πλατύς, Hdt.2.8 ([comp] Sup.), 4.195, al.; ; ;ἐσβολή Hdt.7.175
([comp] Comp.); πόρος ib. 176;ἡ ἔσοδος Th.7.51
; ; ἐν στενῷ, [dialect] Ion. στεινῷ, in a narrow space, A.Pers. 413, Hdt.8.60. β; ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ ς. Ar.Eq. 720;σ. ποδεών Hdt.8.31
; ; πόροι, φλέβες, Ti.Locr.101a, Pl.Ti. 66a; κεφαλή, πόδες, X.Cyn.5.30.2 Subst., τὰ ς. the narrows, straits, of a pass, Hdt.7.223; of a sea, Th.2.86, etc.; of the straits of Gibraltar, Str.3.5.5; so τὸ ς. the strait ([place name] Hellespont), Luc.DMar.9.1;ἐπὶ σ. τῆς ὁδοῦ X.HG7.1.29
; also ἡ στενή a narrow strip of land, Th.2.99; τὰ ς. passes, defiles, Phld.Rh.1.334 S.II metaph., close, confined, ἀπειληθέντες ἐς στεινόν driven into a corner, Hdt.9.34;σ. ζῶμεν χρόνον Men.410
; ;εἰς σ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Alciphr.1.24
.2 scanty, petty, Pl.Grg. 497c;ὑποθέσεις Plb.7.7.6
;ἐλπίδες D.H.4.52
;ἐρωτήσεις Philostr.VS2.30
; small-minded, narrow-minded, in Adv. [comp] Comp., PGiss. 40 ii7 (iii A.D.).3 of sound and style, thin, meagre, Arist.Aud. 803b24, Rh. 1413b15; hard to pronounce,συλλαβὴ σ. καὶ δύστομος Phld.Po.2.15
.—Choerob. in Theod.2.76 H., EM 275.50 say that στενός, like κενός, forms the [comp] Comp. and [comp] Sup. στενότερος, στενότατος, and these forms are explainable from Στενϝότερος, Στενϝότατος, which are implied by the Ionic forms στεινότερος, -ότατος ( στεινότερος occurs in Hdt.1.181, 7.175, [full] στενότερος in IG7.3073.109 (Lebad., ii B.C.), Pl.Phd. 111d, X.Cyr.2.4.3 with v.l.); and στενοτάτου is required by the metre in Scymn.922; the form στενώτερος is however found in Hp.VM22, Arist.PA 675a35, al.III Adv., στενῶς διακεῖσθαι to be in difficulties, PCair.Zen.498 (iii B.C.), PTeb. 760.19 (iii B.C.), D.L.8.86, cf. LXX 1 Ki.13.6. -
11 ἄπορος
ἄπορος, ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),A without passage, having no way in, out, or through: hence,I of places, impassable, πέλαγος, π ηλός, Pl.Ti. 25d, Criti. 108e; ὁδός, ὀ?ἄποροςXρη, X.An.2.4.4, 2.5.18.II of states or circumstances, impracticable, difficult, Hdt. 5.3, etc.; ἄ. ἀλγηδών, πάθη, S.OC 513 (lyr.), Ph. 854; τἄπορον ἔτος ib. 897;ἄ. χρῆμα E.Or.70
; ἀγών, κίνδυνος, Lys.7.2 and 39 ([comp] Sup.); ; σωτηρία λεπτὴ καὶ ἄ. ib. 699b, cf. R. 453d; ;βίος Men.Kith.Fr.1.10
;νύξ Longin.9.10
:—ἄπορον, τό, and ἄπορα, τά, as Subst., ἐκ τῶν ἀπόρων in the midst of their difficulties, Hdt.8.53, cf. Pl.Lg. 699b;εὔπορος ἐν τοῖς ἀ. Alex. 234.6
;ἄπορα πόριμος A.Pr. 904
; ἐν ἀπόροις εἶναι to be in great straits, X.An. 7.6.11; εἰς ἄπορον ἥκειν, πεσεῖν, E.Hel. 813, Ar.Nu. 703; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο, ἦσαν, they were at a loss how to.., Th.1.25, 3.22; : ἄπορόν [ ἐστι] c. inf., Pi.O.10(11).40, Th.2.77, Aeschin.Socr.53, etc.; ἄπορά [ ἐστι] Pi.O.1.52: [comp] Comp.-ώτερος, ἡ λῆψις Th.5.110
.2 hard to discover or solve,ἀνεξερεύνητον καὶ ἄπορον Heraclit.18
; ἄ. ἐρωτήσεις, = ἀπορίαι IV, Plu.Alex.64, Luc.DMort.10.8; ;λόγοι D.L. 7.44
.3 hard to get, scarce,ἐν δυστυχίῃ [φίλον εὑρεῖν] πάντων -ώτατον Democr.106
; ; ἄπορα [ ὀφλήματα] bad debts, D.50.9.III of persons, hard to deal with, unmanageable, E.Ba. 800, Pl.Ap. 18d ([comp] Sup.), cf. Th.4.32 ([comp] Sup.): c. inf., ἄ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, impossible to have any dealings with, Hdt.4.46, 9.49;βορῆς ἄνεμος ἄ.
against which nothing will avail, which there is no opposing,Id.
6.44;ἄ. τὸ κακὸν καὶ ἀνίκητον Id.3.52
.2 without means or resources, helpless,ἔρημος, ἄ. S.OC 1735
(lyr.), cf. Ar.Nu. 629, etc.;ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT 691
(lyr.); (lyr.);ἄ. γνώμῃ Th.2.59
.
См. также в других словарях:
ἐρωτήσεις — ἐρώτησις questioning fem nom/voc pl (attic epic) ἐρώτησις questioning fem nom/acc pl (attic) ἐρωτάω ask aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐρωτάω ask fut ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
ερωτητικός — ἐρωτητικός, ή, όν (Α) [ερωτώ] 1. ο ικανός για συζήτηση με ερωτήσεις 2. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτητική (ενν. τέχνη) η τέχνη με την οποία προκαλούνται λογικά συμπεράσματα με ερωτήσεις. επίρρ... ἐρωτητικῶς με τρόπο που… … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
μήπως — (ΑΜ μήπως, Α και μή πως) επίρρ. 1. (ιδίως μετά από ρήματα που φανερώνουν φόβο για να δηλώσει ενδοιασμό, απορία ή για να δηλωθεί κάτι το ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο ή επιθυμητό) μη τυχόν, μπας και... (α. «φοβάμαι μήπως τού έτυχε κανένα κακό» β.… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… … Dictionary of Greek