-
1 ἐργασείω
ἐργᾰσ-είω, Desiderat. of ἐργάζομαι,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργασείω
-
2 ἐργασία
A work, business,ἐργασίην φεύγουσα h.Merc. 486
, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐ. ἀγαθή productive labour, Id.Vect.4.29 ; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA 625b24 ; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐ., of seamen, Pl.R. 371b ; μὴ γενομένης ἐργασίας if no work was done, D.27.20 ; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.): pl.,τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐ. ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20
;ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN 1121b33
, cf. Epicur.Fr. 196 (dub.).II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg. 449d, Tht. 146d, etc. ;ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐ. X.Oec.7.21
; making up of a prescription, Hp.Ulc.14 : metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται Troy is (i.e. is doomed to be) taken in the part wrought by thy hands, Pi.O.8.42 ; ἐ. ἡδονῆς production of pleasure, Pl.Prt. 353d ; ἐ. χρημάτων money-making, Arist.EN 1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).2 working of a material,ἡ ἐ. τοῦ σιδήρου Hdt.1.68
; χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων, Pl.Chrm. 173e ;τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105
, cf. Hyp.Eux.36 ;πίττης Thphr.HP9.2.6
: most commonly, tillage of the ground, ἐ. γῆς, χώρας, Ar.Ra. 1034(pl.), Isoc.7.30, etc.;ἐ. κήπων Pl. Min. 316b
; ἐ. περὶ τὴν τροφήν preparation (i.e. mastication and digestion) of food, Arist.Juv. 469a3 ; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.23 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1 ; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν engaged in trade by sea, D.33.4 ; ἡ ἐ. τῆς τραπέζης the banking business, Id.36.6 ; ἐ. χρυσοχοϊκή, ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.) ; βαφεῖς τὴν ἐ. dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); esp. of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129 ; of sexual intercourse, Arist.Pr. 876a39.b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.4 practising, exercising,τῶν τεχνῶν Pl.Grg. 450c
;Κύπριδος AP5.218
(Paul. Sil.);ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19
.5 work of art, production, τετράγωνος ἐ., of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι the fortification works, Id.7.6.6 literary execution,ἐ. ποιητική Phld. Po.5.11
; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.III guild or company of workmen, ἡ ἐ. τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis50 ; ἐριοπλυτῶν ib. 40 ; ἐ. θρεμματική dub. sens., ib.227.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργασία
-
3 ἐργασίμη
ἐργᾰσ-ίμη, ἡ,A poor kind of myrrh, Dsc.1.64.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργασίμη
-
4 ἐργάσιμος
ἐργᾰσ-ιμος, ον,A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c ; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109 ;σκεῦος ἐ. δέρματος LXXLe.13.49
; mostly of land, ἐ. χωρία tillable land, Pl.Lg. 639a, 958d, Arist.Pr. 924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.));τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16
, etc. ; [full] τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐ. ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.) ; ἡ ἐ. (sc. γῆ) Thphr.HP 6.3.5.II [voice] Act., working for a livelihood, τὸ ἐ. the working people, App.BC3.72 ; esp. of courtesans, Artem.1.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάσιμος
-
5 ἐργαστέον
A one must till the land, X.Eq.Mag.8.8.II τοὔργον ἔστ' ἐ. it must be done or one must do it, A.Ch. 298, cf. E.Med. 791, X.Oec.7.35 ; τὰ ἔργα..ὡς ἔστιν ἐργαστέα ib.13.3 ; ὅτ' ἧν ἐ. when it was necessary to act, S.Tr. 688.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστέον
-
6 ἐργαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστήρ
-
7 ἐργαστηριακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστηριακός
-
8 ἐργαστηριάρχης
A foreman of a workshop, CIG 4968 ([place name] Egypt), Anatolian Studies 30 ([place name] Ephesus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστηριάρχης
-
9 ἐργαστηρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστηρίδιον
-
10 ἐργαστήριον
ἐργᾰσ-τήριον, τό,A any place in which work is done: workshop, manufactory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9 ; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22 ; butcher's shop, Ar.Eq. 744 ; perfumer's shop, Hyp.Ath.6 ; barber's shop, Plu.2.973b ;μισθώσασθαι ἐ. πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31
(iii A.D.); euphem. for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.2 metaph.,τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐ. X.HG3.4.17
;λόγων ἐ. Lib.Or.55.34
.b of persons, gang,συκοφαντῶν ἐ. D.39.2
,40.9 ;πειρατικὸν ἐ. Hld.5.20
.c as Adj., φάρμακον ἐ. τινός Sch.S.Tr. 846.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστήριον
-
11 ἐργαστής
A = ἐργάτης, A.D. Adv.135.4, IGRom.4.1209 ([place name] Thyatira); = Lat. negotiator, SIG1229.1 ([place name] Hierapolis); v.l. in J.AJ18.1.1, Gal.Thras.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστής
-
12 ἐργαστικός
A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 ([comp] Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6 ; οἱ ἐ. the working men, Plb.10.16.1 : [comp] Comp., Phld.Oec.p.32J.2 skilled in producing, c. gen,φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45
: generally, productive,σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.
;ὑγιείας Gp.11.2.6
; ἡ ἐ. (sc. τέχνη ) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt. 280e, 281a ; τὸ τῆς τροφῆς ἐ. the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol. 1290b27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστικός
-
13 ἐργαστρίς
A = ἐργάτις, Hsch. s.v. καιρωστρίδες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστρίς
-
14 ἐργαστῖναι
ἐργᾰσ-τῖναι· αἱ τὸν πέπλον ὑφαίνουσαι, Hsch. (cf. IG22.1034, EM149.21, Suid.A s.v. Χαλκεῖα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστῖναι
-
15 ἔργασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔργασις
-
16 ἔργαστρα
ἔργᾰσ-τρα, τά,II name of an object belonging to an οἰνοχόη, φιάλη, etc., IG22.839.85, 1640.16, BCH32.6 (Delos, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔργαστρα
См. также в других словарях:
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
επισκεπτήριο — το 1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που τό δίνει ή τό στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.) 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις… … Dictionary of Greek
εργασείω — ἐργασείω (Α) επιθυμώ να εργαστώ, να πράξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό παράγωγο από το αοριστικό θ. εργασ τού εργάζομαι] … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] … Dictionary of Greek
ησυχαστήριο — Μορφή μοναστικής εγκατάστασης, όπου οι μοναχοί αποχωρούν για να ζήσουν απομονωμένοι μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Οι όροι ησυχία και ησυχαστής ανήκουν στο λεξιλόγιο του μοναχισμού και καθορίζουν τον τρόπο ζωής εκείνων που αναζητούσαν τον… … Dictionary of Greek
θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] … Dictionary of Greek
συντάξιμος — η, ο, Ν αυτός που παρέχει το δικαίωμα χορήγησης ή λήψης σύνταξης (α. «συντάξιμος χρόνος» β. «συντάξιμες αποδοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + κατάλ. ιμος (πρβλ. εργάσ ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
σχολάσιμος — η, ο, Ν φρ. «σχολάσιμη ημέρα» ημέρα αργίας, αργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + κατάλ. ιμος (< πρβλ. εργάσ ιμος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Περβάνογλου] … Dictionary of Greek
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… … Dictionary of Greek