Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἥπατος

См. также в других словарях:

  • ήπατος — ἥπατος, ό (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ἥπατος — masc nom sg ἧπαρ liver neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτοιν — ἥπατος masc gen/dat dual ἧπαρ liver neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτου — ἥπατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτους — ἥπατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτων — ἥπατος masc gen pl ἧπαρ liver neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπάτῳ — ἥπατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατε — ἥπατος masc voc sg ἧπαρ liver neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατοι — ἥπατος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥπατον — ἥπατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»