-
1 ἐργάτης
ἐργάτης, ὁ, der Arbeiter, der Etwas thut, der Thäter, Soph. Ant. 252; ein Arbeiter, O. R. 859; bes. Landarbeiter, wie Ar. Ach. 611; Xen. Cyr. 5, 4, 24; οἱ ἐργάται οἱ περὶ τὴν γεωργίαν Dem. 35, 32. 59, 50; Plat. Polit. 259 e u. A.; γῆς Her. 4, 109. 5, 6 u. Sp.; πολεμικῶν, tüchtiger Kriegsmann, Xen. Cyr. 4, 1, 4; ἔργου Oec. 4, 1; μάχης D. Cass. 67, 6; auch ἀδικίας, N. T; – ϑαλάσσης, der Fischer, Alciphr. 1, 11. – Auch adj., Ggstz ἀργός, also thätig, arbeitsam, Plat. Euthyd. 281 c; καὶ φειδωλός Rep. VIII, 554 a, wie στρατηγὸς ἐργάτης, dem ἀργός entgeggstzt, Xen. Cyr. 1, 6, 18; βοῦς ἐργάτης Archil. 8; Soph. frg. 149; σφῆκες, Arbeitswespen, Arist. H. A. 9, 41.
-
2 εργάτης
-
3 ἐργάτης
-
4 εργατης
Iadj. m1) деятельный, энергичный(στρατηγός Xen.)
2) работящий, трудолюбивый(ἀνήρ Dem.)
3) рабочий, трудящийся(λεώς Arph.; βοῦς Plut.)
IIὅ1) рабочий, ремесленник, мастерἐ. λίθων Luc. — каменотес;
ἐ. τῶν ἐν πολέμῳ Xen. — отличный воин;ἐ. τῶν καλῶν καὴ σεμνῶν Xen. — творец прекрасных и славных дел2) (тж. ἐ. γῆς Her., Plut. и περὴ τέν γεωργίαν Dem.) земледелец, пахарь Soph., Eur., Xen. -
5 ἐργάτης
-
6 ἐργάτης
ἐργάτης, ου, ὁ (s. prec. three entries; Trag., Hdt.+; loanw. in rabb.).① one who is engaged in work, worker, laborerⓐ of pers. engaged in physical labor Mt 10:10; Lk 10:7; 1 Ti 5:18; D 13:2; ὁ ἀγαθὸς ἐ. 1 Cl 34:1. Esp. of agricultural laborers (Soph., Oed. R. 859 al.; Wsd 17:16; Philo, Agr. 5 al. γῆς ἐ.) Mt 9:37f; Lk 10:2; Js 5:4; GJs 18:2 (not pap). Of workers in a vineyard Mt 20:1f, 8; ὁ περί τι ἐ. (Ps.-Demosth. 35, 32 οἱ περὶ τὴν γεωργίαν ἐργάται) workers engaged in someth. Ac 19:25.ⓑ in transf. sense, of apostles and teachers: ἐργάται δόλιοι deceitful workers 2 Cor 11:13; κακοὶ ἐ. Phil 3:2; ἐ. ἀνεπαίσχυντος 2 Ti 2:15.—THaraguchi, ZNW 84, ’93, 178--95.② one who effects someth. through work, a doer w. gen. (X., Mem. 2, 1, 27 τ. καλῶν κ. σεμνῶν; Aristoxenus, Fgm. 43 ἐ. φιλίας; Dio Chrys. 53 [70], 1 τ. ἀργῶν; Sextus 384 ἀληθείας; GrBar 13:4 τῶν τοιούτων; EpArist 231 ἀγαθῶν; Philo, Leg. All. 1, 54 τ. ἀρετῶν) ἐ. ἀδικίας one who does what is wrong, an evildoer Lk 13:27 (PHoffmann, ZNW 58, ’67, 188–214). ἐ. ἀνομίας (1 Macc 3:6; ἐ. τῆς ἀ. Just., A I, 16, 11) 13:27 v.l.; 2 Cl 4:5.—DELG s.v. ἔργον. M-M. EDNT. TW. -
7 έργάτης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η1) рабо|чий, -тница;ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;
2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;έργάτες τύπου — работники печати;
οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;
έργάτης γης — батрак;
ημερομίσθιος — подёнщик;έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;
3) перен. виновник;έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;
έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;
4) мор. брашпиль -
8 ἐργάτης
ὁ ἐργάτης, ου кто трудится; работник -
9 ἐργάτης
{сущ., 16}делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ссылки: Мф. 9:37, 38; 10:10; 20:1, 2, 8; Лк. 10:2, 7; 13:27; Деян. 19:25; 2Кор. 11:13; Флп. 3:2; 1Тим. 5:18; 2Тим. 2:15; Иак. 5:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐργάτης
-
10 εργάτης
{сущ., 16}делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ссылки: Мф. 9:37, 38; 10:10; 20:1, 2, 8; Лк. 10:2, 7; 13:27; Деян. 19:25; 2Кор. 11:13; Флп. 3:2; 1Тим. 5:18; 2Тим. 2:15; Иак. 5:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εργάτης
-
11 ἐργάτης
-ου + ὁ N 1 0-0-0-0-4=4 1 Mc 3,6; Wis 17,16; Sir 19,1; 40,18female worker Wis 17,16ἐργάτης τῆς ἀνομίας evildoer 1 Mc 3,6→NIDNTT; TWNT -
12 ἐργάτης
делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐργάτης
-
13 ἐργάτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐργάτης
-
14 εργάτης
[эргаггис] ουσ α рабочий. -
15 ἐργάτης
A workman, Hermes 17.5 ([place name] Delos), Ev.Matt.10.10, etc. ; esp. one who works the soil, husbandman,γῆς ἐ. Hdt.4.109
,5.6 ;οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32
: abs., S.OT 859, E.El.75, etc.: also with Subst.,ἐ. ἀνήρ Theoc.10.9
, D. 59.50 ; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar. Pax 632 ; of animals, βοῦς ἐ. a working ox, Archil.39, S.Fr. 563 ;ἐ. σφῆκες Arist.HA 627b32
; also ἐ. θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11 ; ἐ. λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).2 Adj.hard-working, strenuous,ἐ. στρατηγός X.Cyr.1.6.18
;σώφρων κἀ. Ar.Ach. 611
; opp.ἀργός, Pl.Euthd. 281c ;φειδωλὸς καὶ ἐ. Id.R. 554a
.II one who practises an art,τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4
; ἐ. δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy,ἐ. ἄνδρες Hp.Jusj.
IV producer,τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75
;[Αἰὼν] θείας φύσεως ἐ. SIG1125.12
([place name] Eleusis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτης
-
16 εργάτης
1) employé2) ouvrier -
17 εργάτης
1) pracownik (m) rzecz.2) robotnik (m) rzecz. -
18 εργάτης
dělník -
19 εργάτης
1) labourer2) workmanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εργάτης
-
20 φον-εργάτης
φον-εργάτης, ὁ, statt ἐργάτης φόνου, Mordthäter, Mörder (?).
См. также в других словарях:
ἐργάτης — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)