Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι-φύω

См. также в других словарях:

  • ἐπαναφυῇ — ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφυέντος — ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφυόμενον — ἐπαναφῡόμενον , ἐπί , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres part mp masc acc sg ἐπαναφῡόμενον , ἐπί , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπί , ἀνά ἀφύσσω draw pres part mp masc acc sg ἐπί , ἀνά ἀφύσσω draw pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέφυσαν — ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά ἐφύω rain upon aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor ind act 3rd pl ἐπανέφῡσαν , ἐπί , ἀνά φύω bring forth aor ind act 3rd pl ἐπί , ἀνά φύζω aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • στειροφυής — ές, Μ 1. ο εκ φύσεως στείρος, άγονος 2. αυτός που γεννήθηκε από μητέρα η οποία ήταν στείρα επί μακρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + φυής (< φύω / φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ύφεαρ — έαρος, τὸ, Α (στους Αρκάδες) ο ιξός που φύεται στα πεύκα ή στα έλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. ὕφεαρ είναι σύνθ. από το ὑ/ὐ*, κυπριακό τ. πρόθεσης ισοδύναμο τού επί, και έναν τ. *φέFαρ αναγόμενο στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»