Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι-κνίζω

См. также в других словарях:

  • επικνίζω — ἐπικνίζω (Α) 1. ξύνω στην επιφάνεια 2. (για άροτρο) σχίζω 3. «ἐπικνίζεται δάκνεται» (Λεξικό Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»