Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνάφαλλον

См. также в других словарях:

  • γνάφαλλον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναφάλλου — γνάφαλλον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναφάλλων — γνάφαλλον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφαλλα — γνάφαλλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …   Dictionary of Greek

  • γναφάλλιο — το (AM γναφάλλιον) [γνάφαλλον] ονομασία τού φυτού Diotis maritima, το οποίο έχει χνούδι κατάλληλο για να γεμίζουν μαξιλάρια νεοελλ. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας τών προσωπανθών …   Dictionary of Greek

  • γναφαλλίς — γναφαλλίς, η (Α) [γνάφαλλον] το γναφάλλιο …   Dictionary of Greek

  • κνάφαλλον — κνάφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλλον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»