Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιμελής

См. также в других словарях:

  • ἐπιμελῆς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελής — careful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • επιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που φροντίζει για κάτι, που ασχολείται με κάτι με πολύ ενδιαφέρον, εργατικός, προσεκτικός, προκομμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμελῆ — ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμελής careful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελέστερον — ἐπιμελής careful adverbial comp ἐπιμελής careful masc acc comp sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεστέραις — ἐπιμελής careful fem dat comp pl ἐπιμελεστέρᾱͅς , ἐπιμελής careful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεστέρων — ἐπιμελής careful fem gen comp pl ἐπιμελής careful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεστέρως — ἐπιμελής careful masc acc comp pl (doric) ἐπιμελής careful comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεῖς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελές — ἐπιμελής careful masc/fem voc sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»