-
21 тщательный
-
22 исправный
исправн||ыйприл1. (не имеющий повреждений) σέ καλή κατάσταση·2. (усердный, добросовестный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος, ἐπιμελής:\исправныйый ученик ὁ ἐπιμελής μαθητής. -
23 επιμελεί
ἐπιμελέομαιtake: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιμελήςcareful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιμελήςcareful: masc /fem /neut dat sg -
24 ἐπιμελεῖ
ἐπιμελέομαιtake: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιμελήςcareful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιμελήςcareful: masc /fem /neut dat sg -
25 επιμελείς
-
26 ἐπιμελεῖς
-
27 επιμελεστέραις
ἐπιμελήςcareful: fem dat comp plἐπιμελεστέρᾱͅς, ἐπιμελήςcareful: fem dat comp pl (attic) -
28 ἐπιμελεστέραις
ἐπιμελήςcareful: fem dat comp plἐπιμελεστέρᾱͅς, ἐπιμελήςcareful: fem dat comp pl (attic) -
29 επιμελεστέρας
ἐπιμελεστέρᾱς, ἐπιμελήςcareful: fem acc comp plἐπιμελεστέρᾱς, ἐπιμελήςcareful: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
30 ἐπιμελεστέρας
ἐπιμελεστέρᾱς, ἐπιμελήςcareful: fem acc comp plἐπιμελεστέρᾱς, ἐπιμελήςcareful: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
31 επιμελεστέρων
-
32 ἐπιμελεστέρων
-
33 επιμελεστέρως
-
34 ἐπιμελεστέρως
-
35 επιμελές
-
36 ἐπιμελές
-
37 επιμελέστατα
-
38 ἐπιμελέστατα
-
39 επιμελέστατον
-
40 ἐπιμελέστατον
См. также в других словарях:
ἐπιμελῆς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελής — careful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… … Dictionary of Greek
επιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που φροντίζει για κάτι, που ασχολείται με κάτι με πολύ ενδιαφέρον, εργατικός, προσεκτικός, προκομμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμελῆ — ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμελής careful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελέστερον — ἐπιμελής careful adverbial comp ἐπιμελής careful masc acc comp sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελεστέραις — ἐπιμελής careful fem dat comp pl ἐπιμελεστέρᾱͅς , ἐπιμελής careful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελεστέρων — ἐπιμελής careful fem gen comp pl ἐπιμελής careful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελεστέρως — ἐπιμελής careful masc acc comp pl (doric) ἐπιμελής careful comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελεῖς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελές — ἐπιμελής careful masc/fem voc sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)