Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιμελές

См. также в других словарях:

  • ἐπιμελές — ἐπιμελής careful masc/fem voc sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»