-
1 ἐπι-μελής
ἐπι-μελής, ές, 1) akt., Sorge tragend, sorgend, besorgt, für Etwas, τινός, z. B. τῶν ξυμμάχων Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἀγαϑῶν Plat. Conv. 197 d, wie Legg. X, 900 c u. Folgde; absolut, ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προϑύμως μανϑάνω Ar. Nubb. 501; ἐπιμελέστατος στρατηγῶν Κόνων Isocr. 4, 142, der eifrigste in seinem Berufe, wie δεῖ τοὺς ἄρχοντας ἐπιμελεστέρους γίγνεσϑαι τοὺς νῦν τῶν πρόσϑεν Xen. An. 3, 2, 30; ἐπιμελεστέραν ϑεραπείαν ἔχειν Men. Stob. flor. 106, 8. – Auch περί τι, Xen. Mem. 3, 4, 9. – 2) pass., wofür man sorgt, was Einem am Herzen liegt, οἷς ἁγνεία τούτων ἐπιμελής Plat. Legg. X, 909 e; bes. neutr. ἐπιμελές τινί ἐστιν od. γίγνεται, es liegt Einem am Herzen, er läßt es sich angelegen sein, τί, Her. 3, 40; ἐπιμελές μοι ἦν ὁρᾶν 2, 150; οἷς ἐπιμελὲς εἴη εἰδέναι Thuc. 1, 5, wie Dem. 19, 59; οἷς ἐπιμελὲς ἦν κακῶς ἐμὲ ποιεῖν 18, 249; τοῖς ἄρχουσιν ἐπιμελὲς ἔστω, μή τις ἀδικῇ, sie sollen dafür Sorge tragen, Plat. Legg. XI, 932 d; ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι, Conv. 172 c, wie D. Hal. de Thuc. 2, 7; – τινός, z. B. ὅσοις ἀνδρείας τῆς ϑείας ἐπιμελές Plat. Legg. VII, 824 b; Folgde. wie τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Pol. 6, 13, 5; τὸ ἐπιμελὲς τοῦ δρωμένου πολλοῖς προςήκει Thuc. 3, 66, vom Schol. ἐπιμέλεια erklärt. – Bei Her. 1, 89 ἐπιμελὲς ἐγένετο τῷ Κύρῳ τὰ Κροῖσος εἶπε, es machte ihn stutzig, erregte seine Aufmerksamkeit, vgl. 5, 12. 7, 37. – Adv. ἐπιμελῶς, sorgfältig, eifrig, Plat. Tim. 88 c u. Folgde; ἐπιμελεστέρως, Ath. XIV, 629 b.
-
2 ἐπιμελής
ἐπι-μελής, ές, (1) akt., Sorge tragend, sorgend, besorgt, für etwas; ἐπιμελέστατος στρατηγῶν Κόνων, der eifrigste in seinem Berufe. (2) pass., wofür man sorgt, was einem am Herzen liegt; bes. neutr. ἐπιμελές τινί ἐστιν od. γίγνεται, es liegt einem am Herzen, er läßt es sich angelegen sein; τοῖς ἄρχουσιν ἐπιμελὲς ἔστω, μή τις ἀδικῇ, sie sollen dafür Sorge tragen; ἐπιμελὲς ἐγένετο τῷ Κύρῳ τὰ Κροῖσος εἶπε, es machte ihn stutzig, erregte seine Aufmerksamkeit. Adv. ἐπιμελῶς, sorgfältig, eifrig -
3 επιμελης
21) заботящийся, имеющий попечение(ἀγαθῶν Plat.; τέκνων Arst.; ἀνθρώπων Plut.; περὴ τὰ αὑτῶν ἔργα Xen.)
2) заботливый, усердный3) являющийся предметом заботы(τινι Her., Thuc., Dem.)
ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι ὅ τι ἂν λέγῃ ἢ πράττῃ Plat. — я стараюсь узнать, что он говорит или делает;τοῖς ἄρχουσι ἐπιμελὲς ἔστω μή τις ἀδικῇ τὸν τοιοῦτον Plat. — пусть правители позаботятся, чтобы никто его не обидел;οὐδενὴ ἐπιμελές ἐστι περὴ αὐτοῦ Arst. — никому до него дела нет;τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Polyb. — всем этим ведает (римский) сенат
См. также в других словарях:
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek