-
1 επιμελως
1) заботливо, старательно, усердно(πλάττειν τὸ σῶμα Plat.; τιμᾶσθαι ὑπό τινος Plut.; ζητεῖν NT.)
2) внимательно(ἀκούειν τινός Arst.)
-
2 επιμελώς
-
3 ἐπιμελῶς
-
4 ἐπιμελῶς
ἐπιμελῶς adv. (s. ἐπιμελέομαι; X., Pla.+; ins, pap, LXX; ViIs [p. 70, 2 Sch.]; EpArist 81; Philo; Jos., Ant. 12, 318; 17, 12) carefully, diligently ζητεῖν hunt carefully Lk 15:8; ἐκζητεῖν ἐ. Hv 3, 3, 5; πυνθάνεσθαι Dg 1. κατανοεῖν consider, look at carefully Hs 8, 2, 5; καθαρίζειν ἐ. Hs 9, 7, 2. ἐνστερνίζεσθαι 1 Cl 2:1; cp. 40:2 cj. Lghtf.; φυλάσσειν ἐ. Dg 7:1. τελεῖν διακονίαν ἐ. perform a service carefully Hm 12, 3, 3.—M-M. Spicq. -
5 ἐπιμελῶς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιμελῶς
-
6 επιμελώς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιμελώς
-
7 ἐπιμελῶς
заботливо, старательно, тщательно, усердно.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιμελῶς
-
8 ἐπιμελῶς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιμελῶς
-
9 ἐπιμελῶς
(нар. от ἐπιμελής) старательно, внимательно, усердно -
10 ἐπιμελῶς
-
11 ακούραστα
[επιμελώς]fleißig -
12 тщательно
-
13 ἐπι-μελής
ἐπι-μελής, ές, 1) akt., Sorge tragend, sorgend, besorgt, für Etwas, τινός, z. B. τῶν ξυμμάχων Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἀγαϑῶν Plat. Conv. 197 d, wie Legg. X, 900 c u. Folgde; absolut, ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προϑύμως μανϑάνω Ar. Nubb. 501; ἐπιμελέστατος στρατηγῶν Κόνων Isocr. 4, 142, der eifrigste in seinem Berufe, wie δεῖ τοὺς ἄρχοντας ἐπιμελεστέρους γίγνεσϑαι τοὺς νῦν τῶν πρόσϑεν Xen. An. 3, 2, 30; ἐπιμελεστέραν ϑεραπείαν ἔχειν Men. Stob. flor. 106, 8. – Auch περί τι, Xen. Mem. 3, 4, 9. – 2) pass., wofür man sorgt, was Einem am Herzen liegt, οἷς ἁγνεία τούτων ἐπιμελής Plat. Legg. X, 909 e; bes. neutr. ἐπιμελές τινί ἐστιν od. γίγνεται, es liegt Einem am Herzen, er läßt es sich angelegen sein, τί, Her. 3, 40; ἐπιμελές μοι ἦν ὁρᾶν 2, 150; οἷς ἐπιμελὲς εἴη εἰδέναι Thuc. 1, 5, wie Dem. 19, 59; οἷς ἐπιμελὲς ἦν κακῶς ἐμὲ ποιεῖν 18, 249; τοῖς ἄρχουσιν ἐπιμελὲς ἔστω, μή τις ἀδικῇ, sie sollen dafür Sorge tragen, Plat. Legg. XI, 932 d; ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι, Conv. 172 c, wie D. Hal. de Thuc. 2, 7; – τινός, z. B. ὅσοις ἀνδρείας τῆς ϑείας ἐπιμελές Plat. Legg. VII, 824 b; Folgde. wie τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Pol. 6, 13, 5; τὸ ἐπιμελὲς τοῦ δρωμένου πολλοῖς προςήκει Thuc. 3, 66, vom Schol. ἐπιμέλεια erklärt. – Bei Her. 1, 89 ἐπιμελὲς ἐγένετο τῷ Κύρῳ τὰ Κροῖσος εἶπε, es machte ihn stutzig, erregte seine Aufmerksamkeit, vgl. 5, 12. 7, 37. – Adv. ἐπιμελῶς, sorgfältig, eifrig, Plat. Tim. 88 c u. Folgde; ἐπιμελεστέρως, Ath. XIV, 629 b.
-
14 аккуратно
аккуратн||онареч I. (опрятно) καθαρά [-ῶς] / μέ ἐπιμέλεια, ἐπιμελώς (тщательно);2. (точно) μέ ἀκρίβεια/ τακτικά (регулярно). -
15 выписывать
выписыватьнесов·1. (делать выписки) ἀντιγράφω περικοπές, σημειώνω ἀποσπάσματα·2. (тщательно писать) καλλιγραφώ, γράφω ἐπιμελώς·3. (периодические издания) ἐγγράφομαι συνδρομητής:\выписывать газету ἐγγράφομαι συνδρομητής ἐφημερίδας·4. (исключать) διαγράφω/ δίνω ἐξιτήριο, ἀπολύω (из больницы и т. п.). -
16 добросовестно
добросо́вестн||онареч εὐσυνείδητα, εὐσυνειδήτως / μέ ἐπιμέλεια, ἐπιμελώς (тщательно). -
17 тщательно
тщательн||онареч ἐπιμελημένα, ἐπιμελώς, προσεκτικά, γροντισμένα, λεπτομερώς:\тщательно проверять ἐλεγχω προσεκτικά. -
18 glögg-liga
adv. [cp. Ulf. glaggvuba = ἀκριβως, ἐπιμελως], clearly, distinctly, Eg. 54, Fms. ii. 102, vi. 36; spyrja g. at, Fb. i. 253. -
19 1960
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1960
-
20 diligently
adverb επιμελώς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιμελῶς — ἐπιμελής careful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακριβής — (Α ἐπακριβής, ές) νεοελλ. αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής αρχ. 1. επιμελής 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές με ακρίβεια, επιμελώς επίρρ... επακριβώς με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
προσκάθημαι — και ιων. τ. προσκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι, μένω κοντά 2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι 3. προσκολλώμαι 4. (για στράτευμα) σταματώ απέναντι από μια πόλη και τήν πολιορκώ 5. αφοσιώνομαι («προσκάθημαι τοῑς παισί», Ιουλ.) 6. ασχολούμαι… … Dictionary of Greek
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
Anaces — ANĂCES, um, Gr. Ἄνακες, ων, sind so viel, als Castor und Pollux, des Jupiters oder des Tyndarus und der Leda Söhne, Plutarch. in Thes. c. 39. & Hesych. in Ἄνακες. Es soll sie Menestheus am ersten also und Erretter genannt haben, nachdem sie die… … Gründliches mythologisches Lexikon
честно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἐνδόξως, τιμητικῶς, ἀξίως, ἐντίμως) с почтением, с честью,… … Словарь церковнославянского языка
ANACES — Castor et Pollus sic dicti. Nic. Lloydius, Graece Α῎νακες, (ita enim cum Victorio, quam Α῎νακτες, legere mavult Vossus) quo nomine iuxta receptam sententiam, Tyndaridae dicti sunt, Castor nempe ac Pollux. Ita enim Plut. in Theseo, Τιμὰς ἰσοθέους… … Hofmann J. Lexicon universale
ANAX — I. ANAX Caeli et Terrae fil. a qo Miletus olim dicta fuit Anactoria. Indidem id esse factum putaverim, quod, apud Poetarum antiquissimos, nomen Anax in honore fuit, tamquam sacrum et augustum, Regibusque, et Heroibus peculiare. Etiam Dioscuros… … Hofmann J. Lexicon universale
CAPER — I. CAPER fluv. Laodiceam clarissimam Cariae urbem cum Lyco et Asopo amnibus alluens, Strabo, l. 12. Caprus Plinio, l. 5. c. 29. dicitur, qui etiam est Asiae minoris fluv. II. CAPER in phiala expressus, pro emblemate, inter opera Myos an Myronis,… … Hofmann J. Lexicon universale
PASSUS (per) — per PASSUS itinerum mensuram Veter. colligebant, neque tum perticae ad hanc rem aut funiculi ullus usus. Hinc milia passuum, quae milliaria unâ voce, et milliarii lapides, qui ponebantur in singula milia; ut Lapides centuriales defigi solebant… … Hofmann J. Lexicon universale